σεσοφισμένως: Difference between revisions

From LSJ

ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners

Source
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σεσοφισμένως:''' επίρρ. από μτχ. Παθ. παρακ. <i>σεσόφισμαι</i>, με δόλο, με [[πανουργία]], με τον τρόπο των σοφιστών, σε Ξεν.
|lsmtext='''σεσοφισμένως:''' επίρρ. από μτχ. Παθ. παρακ. <i>σεσόφισμαι</i>, με δόλο, με [[πανουργία]], με τον τρόπο των σοφιστών, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''σεσοφισμένως:''' adv. хитро, ловко Xen.
}}
}}

Revision as of 03:28, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σεσοφισμένως Medium diacritics: σεσοφισμένως Low diacritics: σεσοφισμένως Capitals: ΣΕΣΟΦΙΣΜΕΝΩΣ
Transliteration A: sesophisménōs Transliteration B: sesophismenōs Transliteration C: sesofismenos Beta Code: sesofisme/nws

English (LSJ)

Adv.

   A cunningly, X.Cyn.13.5.

German (Pape)

[Seite 872] adv. part. perf. pass. von σοφίζω, schlau, listig, verfänglich, Xen. Cyn. 13, 5.

Greek (Liddell-Scott)

σεσοφισμένως: Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ., εὐφυῶς, μετὰ σοφίας καὶ δεξιότητος, σοφιστικῶς, Ξεν. Κυν. 13. 5.

French (Bailly abrégé)

adv.
avec habileté ou fourberie.
Étymologie: σεσοφισμένος, part. pf. Pass. de σοφίζω.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. με εξυπνάδα, με επιδεξιότηταἴσως οὖν τοῑς μὲν ὀνόμασιν οὐ σεσοφισμένως λέγω», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. σεσοφισμένος του σοφίζομαι].

Greek Monotonic

σεσοφισμένως: επίρρ. από μτχ. Παθ. παρακ. σεσόφισμαι, με δόλο, με πανουργία, με τον τρόπο των σοφιστών, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

σεσοφισμένως: adv. хитро, ловко Xen.