σημειωτός: Difference between revisions

From LSJ

τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out

Source
(37)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό(ν) / [[σημειωτός]], -ή, -όν, ΝΑ [[σημειῶ</i>, -<i>ώνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> «[[βήμα]] σημειωτόν» ή, [[απλώς]], «σημειωτόν» — ρυθμική [[κίνηση]] τών ποδιών στο ίδιο [[σημείο]], [[χωρίς]] [[μετακίνηση]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[προχωρώ]] [ή κινοῡμαι ή πάω κ.λπ.] σημειωτόν»<br /><b>μτφ.</b> έχω πολύ μικρή πρόοδο, [[προχωρώ]] [[πάρα]] πολύ [[αργά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δηλώνεται, που φανερώνεται με [[σημείο]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[επάνω]] του σχεδιάσματα.
|mltxt=-ή, -ό(ν) / [[σημειωτός]], -ή, -όν, ΝΑ [[σημειῶ</i>, -<i>ώνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> «[[βήμα]] σημειωτόν» ή, [[απλώς]], «σημειωτόν» — ρυθμική [[κίνηση]] τών ποδιών στο ίδιο [[σημείο]], [[χωρίς]] [[μετακίνηση]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[προχωρώ]] [ή κινοῡμαι ή πάω κ.λπ.] σημειωτόν»<br /><b>μτφ.</b> έχω πολύ μικρή πρόοδο, [[προχωρώ]] [[πάρα]] πολύ [[αργά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δηλώνεται, που φανερώνεται με [[σημείο]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[επάνω]] του σχεδιάσματα.
}}
{{elru
|elrutext='''σημειωτός:''' [adj. verb. к [[σημειόω]] обозначенный, отмеченный Sext.
}}
}}

Revision as of 03:36, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σημειωτός Medium diacritics: σημειωτός Low diacritics: σημειωτός Capitals: ΣΗΜΕΙΩΤΟΣ
Transliteration A: sēmeiōtós Transliteration B: sēmeiōtos Transliteration C: simeiotos Beta Code: shmeiwto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A signified, inferred from a sign, S.E.P.2.101,M.8.166.

German (Pape)

[Seite 875] bezeichnet, ausgezeichnet; S. Emp. oft; M. Ant. 1, 17, v. l. σημειώδης.

Greek (Liddell-Scott)

σημειωτός: -ή, -όν, ἄξιος σημειώσεως, σημειωθείς, ἐπίσημος, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 101.

Greek Monolingual

-ή, -ό(ν) / σημειωτός, -ή, -όν, ΝΑ [[σημειῶ, -ώνω]]
νεοελλ.
1. φρ. «βήμα σημειωτόν» ή, απλώς, «σημειωτόν» — ρυθμική κίνηση τών ποδιών στο ίδιο σημείο, χωρίς μετακίνηση
2. φρ. «προχωρώ [ή κινοῡμαι ή πάω κ.λπ.] σημειωτόν»
μτφ. έχω πολύ μικρή πρόοδο, προχωρώ πάρα πολύ αργά
αρχ.
1. αυτός που δηλώνεται, που φανερώνεται με σημείο
2. αυτός που έχει επάνω του σχεδιάσματα.

Russian (Dvoretsky)

σημειωτός: [adj. verb. к σημειόω обозначенный, отмеченный Sext.