σπερματώδης: Difference between revisions

From LSJ

Σιμωνίδης τὴν μὲν ζωγραφίαν ποίησιν σιωπῶσαν προσαγορεύει, τὴν δὲ ποίησιν ζωγραφίαν λαλοῦσαν → Simonides relates that a picture is a silent poem, and a poem a speaking picture | Simonides, however, calls painting inarticulate poetry and poetry articulate painting

Source
(38)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ῶδες, Α [[σπέρμα]], -<i>ατος</i>]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει το [[σχήμα]] σπόρου<br /><b>2.</b> [[γόνιμος]], [[δημιουργικός]]<br /><b>3.</b> αυτός που βρίσκεται σε [[κατάσταση]] σπέρματος, σε [[μορφή]] σπόρου, που δεν έχει αναπτυχθεί<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[σπερματώδης]] [[κίνησις]]» — [[κίνηση]] που μοιάζει με την [[κίνηση]] του σπέρματος (<b>Αριστοτ.</b>)<br />β) «σπερματῶδες [[βρῶμα]]» — [[διατροφή]] με [[σιτηρά]] και όσπρια.
|mltxt=-ῶδες, Α [[σπέρμα]], -<i>ατος</i>]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει το [[σχήμα]] σπόρου<br /><b>2.</b> [[γόνιμος]], [[δημιουργικός]]<br /><b>3.</b> αυτός που βρίσκεται σε [[κατάσταση]] σπέρματος, σε [[μορφή]] σπόρου, που δεν έχει αναπτυχθεί<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[σπερματώδης]] [[κίνησις]]» — [[κίνηση]] που μοιάζει με την [[κίνηση]] του σπέρματος (<b>Αριστοτ.</b>)<br />β) «σπερματῶδες [[βρῶμα]]» — [[διατροφή]] με [[σιτηρά]] και όσπρια.
}}
{{elru
|elrutext='''σπερμᾰτώδης:''' производящий семя ([[κίνησις]] Arst. - v. l. [[σπασματώδης]]).
}}
}}

Revision as of 03:40, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπερμᾰτώδης Medium diacritics: σπερματώδης Low diacritics: σπερματώδης Capitals: ΣΠΕΡΜΑΤΩΔΗΣ
Transliteration A: spermatṓdēs Transliteration B: spermatōdēs Transliteration C: spermatodis Beta Code: spermatw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A like seed, Sch.Nic.Al.253; σ. κίνησις the action of a sower, v.l. for σπασματώδης (q.v.).    II germinant, metaph., Charond. ap. Stob.4.2.24 (Sup.); in the germ, undeveloped, Artem.4 Prooem. (Comp.).

German (Pape)

[Seite 920] ες, saamenartig; übrtr., wie im Saamen enthalten, unentwickelt, Artemid. 4 prooem.

Greek (Liddell-Scott)

σπερμᾰτώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς σπόρον, Σχόλ. εἰς Νικ. Ἀλεξιφ. 252· σπ. κίνησις, ἡ κίνησις τοῦ σπέρματος, διάφ. γραφ. ἀντὶ τοῦ σπασματώδης παρ’ Ἀριστ. ΙΙ. ὁ ἐν σπέρματι ἔτι ὤν, μεταφορ., Χαρώνδ. παρὰ Στοβ. 289 ἐν τέλ.· ὁ ἐν σπέρματι, ἀνανάπτυκτος, στοιχειώδης, Ἀρτεμίδ. 4, ἐν προοιμ.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α σπέρμα, -ατος]
1. αυτός που έχει το σχήμα σπόρου
2. γόνιμος, δημιουργικός
3. αυτός που βρίσκεται σε κατάσταση σπέρματος, σε μορφή σπόρου, που δεν έχει αναπτυχθεί
4. φρ. α) «σπερματώδης κίνησις» — κίνηση που μοιάζει με την κίνηση του σπέρματος (Αριστοτ.)
β) «σπερματῶδες βρῶμα» — διατροφή με σιτηρά και όσπρια.

Russian (Dvoretsky)

σπερμᾰτώδης: производящий семя (κίνησις Arst. - v. l. σπασματώδης).