συγκατασκευάζω: Difference between revisions

From LSJ

Πενίαν φέρειν οὐ παντός, ἀλλ' ἀνδρὸς σοφοῦ → Perferre inopiam non nisi sapientium est → nicht jeder meistert Armut, nur der weise Mann

Menander, Monostichoi, 463
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συγκατασκευάζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[συντελώ]] στην [[κατασκευή]] ή την [[εδραίωση]] κάποιου πράγματος, [[συμπράττω]], σε Θουκ. κ.λπ.· [[συγκατασκευάζω]] τὸν πόλεμον, [[συνεργώ]] στη [[διεξαγωγή]] πολέμου, σε Δημ.
|lsmtext='''συγκατασκευάζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[συντελώ]] στην [[κατασκευή]] ή την [[εδραίωση]] κάποιου πράγματος, [[συμπράττω]], σε Θουκ. κ.λπ.· [[συγκατασκευάζω]] τὸν πόλεμον, [[συνεργώ]] στη [[διεξαγωγή]] πολέμου, σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''συγκατασκευάζω:''' совместно подготавливать, помогать осуществить (τὴν [[ἀρχήν]] Thuc.): πάνθ᾽ ὁπόσα τὸν ἀνθρώπινον βίον συγκατεσκεύακεν Plat. все, что обеспечивает человеческую жизнь; οἱ δὲ τοσούτου δέουσι ταύτων τι κωλύειν, [[ὥστε]] καὶ συγκατασκευάζουσιν Dem. этому они не только не препятствуют, но даже способствуют.
}}
}}

Revision as of 03:56, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκατασκευάζω Medium diacritics: συγκατασκευάζω Low diacritics: συγκατασκευάζω Capitals: ΣΥΓΚΑΤΑΣΚΕΥΑΖΩ
Transliteration A: synkataskeuázō Transliteration B: synkataskeuazō Transliteration C: sygkataskevazo Beta Code: sugkataskeua/zw

English (LSJ)

   A help in establishing or organizing, τὴν ἀρχήν Th.1.93, cf. X.Lac.8.3; πάνθ' ὁπόσα τὸν ἀνθρώπινον βίον σ. Pl.Plt. 274d, cf. Isoc.3.6, etc.; [δημιουργοὶ] τὸν βίον ἡμῖν σ. τέχναις Pl.Lg. 920e; τὸ ἐπιτήδειον X.Vect.4.38; σ. τὸν ἐν Ἀμφίσσῃ πόλεμον join in promoting it, D.18.143; πάντα σ. τινί assist him in promoting, Id.3.17: abs., Id.17.15:—Med., BCH55.43 (Odessus, i B.C.):—Pass., Phld Lib.p.25 O.; -αζόμενος στοχασμός, of mutually confirmatory or cumulative evidence, Hermog Stat.3, cf. Arg.D.19.14, Gal.8.566.

German (Pape)

[Seite 966] mit bereiten, einrichten, helfen; Thuc. 1, 93; Xen. Lac. 8, 3; πάνθ' ὁπόσα τὸν ἀνθρώπινον βίον συγκατεσκεύακεν, Plat. Polit. 274 d; Isocr. 3, 6; Dem. 3, 17; τινὶ δυναστείαν, Pol. 1, 83, 4; νίκην, 3, 111, 3.

Greek (Liddell-Scott)

συγκατασκευάζω: συμπαρασκευάζω, συντελῶ πρὸς διευθέτησιν, τὴν ἀρχὴν Θουκ. 1. 93, πρβλ. Ξεν. Λακ. 8, 3· πάνθ’ ὁπόσα σ. τὸν ἀνθρώπινον βίον Πλάτ. Πολιτ. 274D, πρβλ. Ἰσοκρ. 27Ε, κτλ.· [δημιουργοὶ] τὸν βίον ἡμῖν σ. τέχναις Πλάτ. Νόμ. 920D· σ. τὸ ἐπιτήδειον Ξεν. Πόρ. 4, 38· σ. τὸν ἐν Ἀμφίσσῃ πόλεμον, βοηθῶ, συνεργῶ εἰς τὴν διεξαγωγὴν αὐτοῦ, Δημ. 275. 16· πάντα σ. τινί, βοηθῶ τινα εἰς τὴν ἐκτέλεσιν τῶν σχεδίων του, ὁ αὐτ. 33. 4· ἀπολ., ὁ αὐτ. 215, 27.

French (Bailly abrégé)

aider à préparer, à établir, à se procurer, acc. ; τί τινι aider qqn à préparer qch.
Étymologie: σύν, κατασκευάζω.

Greek Monolingual

Α κατασκευάζω
1. συντελώ στη διευθέτηση ή στη διοργάνωση
2. (σχετικά με πόλεμο) βοηθώ στη διεξαγωγήοὗτος ἐστι ὁ συγκατασκευάσας καὶ πάντων εἷς ἀνὴρ τῶν μεγίστων αἴτιος κακῶν», Δημοσθ.)
3. βοηθώ κάποιον να κάνει κάτι.

Greek Monolingual

Α κατασκευάζω
1. συντελώ στη διευθέτηση ή στη διοργάνωση
2. (σχετικά με πόλεμο) βοηθώ στη διεξαγωγήοὗτος ἐστι ὁ συγκατασκευάσας καὶ πάντων εἷς ἀνὴρ τῶν μεγίστων αἴτιος κακῶν», Δημοσθ.)
3. βοηθώ κάποιον να κάνει κάτι.

Greek Monotonic

συγκατασκευάζω: μέλ. -σω, συντελώ στην κατασκευή ή την εδραίωση κάποιου πράγματος, συμπράττω, σε Θουκ. κ.λπ.· συγκατασκευάζω τὸν πόλεμον, συνεργώ στη διεξαγωγή πολέμου, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

συγκατασκευάζω: совместно подготавливать, помогать осуществить (τὴν ἀρχήν Thuc.): πάνθ᾽ ὁπόσα τὸν ἀνθρώπινον βίον συγκατεσκεύακεν Plat. все, что обеспечивает человеческую жизнь; οἱ δὲ τοσούτου δέουσι ταύτων τι κωλύειν, ὥστε καὶ συγκατασκευάζουσιν Dem. этому они не только не препятствуют, но даже способствуют.