στοιχείωμα: Difference between revisions

From LSJ

ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame

Source
(38)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=τὸ, ΜΑ [[στοιχειῶ]]<br /><b>1.</b> [[θεμελιώδης]], βασική [[αρχή]], τα [[πρώτα]] στοιχεία<br /><b>2.</b> [[στοιχείο]] («πρὸς ἁπλᾱ στοιχειώματα καὶ φωνάς», Διογ. Λαέρ.)<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ στοιχειώματα</i><br />τα [[σημεία]] του ζωδιακού κύκλου.
|mltxt=τὸ, ΜΑ [[στοιχειῶ]]<br /><b>1.</b> [[θεμελιώδης]], βασική [[αρχή]], τα [[πρώτα]] στοιχεία<br /><b>2.</b> [[στοιχείο]] («πρὸς ἁπλᾱ στοιχειώματα καὶ φωνάς», Διογ. Λαέρ.)<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ στοιχειώματα</i><br />τα [[σημεία]] του ζωδιακού κύκλου.
}}
{{elru
|elrutext='''στοιχείωμα:''' ατος τό первоначало, первооснова, элемент Epicur. ap. Diog. L.
}}
}}

Revision as of 03:56, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στοιχείωμα Medium diacritics: στοιχείωμα Low diacritics: στοιχείωμα Capitals: ΣΤΟΙΧΕΙΩΜΑ
Transliteration A: stoicheíōma Transliteration B: stoicheiōma Transliteration C: stoicheioma Beta Code: stoixei/wma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A elementary or basic principle, Epicur.Ep.1p.4U., Phld.Rh.1.140S.

German (Pape)

[Seite 946] τό, der Grundstoff, das Element, Princip, Sp. – Bei den spätern Astrologen heißen die zwölf Zeichen des Thierkreises στοιχειώματα.

Greek (Liddell-Scott)

στοιχείωμα: τό, στοιχεῖον, ἀρχή, προπαίδευμα, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 36. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ., τὰ σημεῖα τοῦ Ζῳδιακοῦ κύκλου· - ὅθεν στοιχειωματικοί, οἱ, οἱ ἐκ τῶν ζῳδιακῶν σημείων προλέγοντες τὴν τύχην κατὰ τὴν γέννησίν τινος, Πτολεμ., Βυζ.

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ στοιχειῶ
1. θεμελιώδης, βασική αρχή, τα πρώτα στοιχεία
2. στοιχείο («πρὸς ἁπλᾱ στοιχειώματα καὶ φωνάς», Διογ. Λαέρ.)
3. στον πληθ. τὰ στοιχειώματα
τα σημεία του ζωδιακού κύκλου.

Russian (Dvoretsky)

στοιχείωμα: ατος τό первоначало, первооснова, элемент Epicur. ap. Diog. L.