στοιχείωμα
From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
English (LSJ)
-ατος, τό, elementary or basic principle, Epicur.Ep.1p.4U., Phld.Rh.1.140S.
German (Pape)
[Seite 946] τό, der Grundstoff, das Element, Princip, Sp. – Bei den spätern Astrologen heißen die zwölf Zeichen des Tierkreises στοιχειώματα.
Russian (Dvoretsky)
στοιχείωμα: ατος τό первоначало, первооснова, элемент Epicur. ap. Diog. L.
Greek (Liddell-Scott)
στοιχείωμα: τό, στοιχεῖον, ἀρχή, προπαίδευμα, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 36. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ., τὰ σημεῖα τοῦ Ζῳδιακοῦ κύκλου· - ὅθεν στοιχειωματικοί, οἱ, οἱ ἐκ τῶν ζῳδιακῶν σημείων προλέγοντες τὴν τύχην κατὰ τὴν γέννησίν τινος, Πτολεμ., Βυζ.
Greek Monolingual
τὸ, ΜΑ στοιχειῶ
1. θεμελιώδης, βασική αρχή, τα πρώτα στοιχεία
2. στοιχείο («πρὸς ἁπλᾱ στοιχειώματα καὶ φωνάς», Διογ. Λαέρ.)
3. στον πληθ. τὰ στοιχειώματα
τα σημεία του ζωδιακού κύκλου.