στειλειόν: Difference between revisions

From LSJ

κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)

Source
(6)
(4)
Line 16: Line 16:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''στειλειόν:''' τό, [[λαβή]], [[χερούλι]], [[στειλιάρι]] τσεκουριού, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''στειλειόν:''' τό, [[λαβή]], [[χερούλι]], [[στειλιάρι]] τσεκουριού, σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''στειλειόν:''' τό топорище Hom.
}}
}}

Revision as of 03:56, 1 January 2019

German (Pape)

[Seite 933] τό, der Stiel der Axt, der in das Oehr, στειλειά, gesteckt wird, ἐν αὐτῷ (πελέκει) στειλειὸν περικαλλὲς ἐλάϊνον, εὖ ἐναρηρός, Od. 5, 236.

Greek (Liddell-Scott)

στειλειόν: τό, τὸ ξύλον δι’ οὗ κρατεῖται ὁ πέλεκυς, τὸ «στειλιάρι», εἰσερχόμενον εἰς τὴν ὀπὴν τὴν καλουμένην στειλειή. Ὀδ. Ε. 236· ― ὡσαύτως στειλειός, ὁ, Αἴσωπ. 420 de Fur. (πρβλ. στειλαιός· καὶ στειλάριον, τό, Εὐστ. 1531. 39. Πρβλ. στελεόν, στέλεχος.

French (Bailly abrégé)

οῦ (τό) :
ion. et épq. c. στελεόν.

English (Autenrieth)

(στέλλω): axe-helve, handle, Od. 5.236†.

Greek Monolingual

τὸ, Α
βλ. στελεόν.

Greek Monotonic

στειλειόν: τό, λαβή, χερούλι, στειλιάρι τσεκουριού, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

στειλειόν: τό топорище Hom.