σύγγνοια: Difference between revisions
From LSJ
Τὴν ἀρχὴν ὅ, τι καὶ λαλω̃ ὑμι̃ν (John 8:25) → Just what I have been saying to you from the very beginning
(nl) |
(4) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=σύγγνοια -ας, ἡ [συγγιγνώσκω] begrip, vergiffenis. | |elnltext=σύγγνοια -ας, ἡ [συγγιγνώσκω] begrip, vergiffenis. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σύγγνοια:''' ἡ снисхождение: αἰτεῖν τινα ξύγγνοιαν ἴσχειν Soph. просить кого-л. о прощении. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:59, 1 January 2019
English (LSJ)
ἡ,= συγγνώμη, only in S.Ant.66.
German (Pape)
[Seite 962] ἡ, = συγγνώμη, Soph. ξύγγνοιαν ἴσχειν, Ant. 66.
Greek (Liddell-Scott)
σύγγνοια: ἡ, = συγγνώμη 2, μόνον ἐν Σοφ. Ἀντ. 66.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
permission.
Étymologie: συγγιγνώσκω.
Greek Monolingual
ἡ, Α
(ποιητ. τ.) συγγνώμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -γνοια (< -γνοῶ < συνεσταλμένη βαθμίδα -γνο- του γιγνώσκω), πρβλ. ά-γνοια, αμφί-γνοια].
Greek Monolingual
ἡ, Α
(ποιητ. τ.) συγγνώμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -γνοια (< -γνοῶ < συνεσταλμένη βαθμίδα -γνο- του γιγνώσκω), πρβλ. ά-γνοια, αμφί-γνοια].
Greek Monotonic
σύγγνοια: ἡ, = συγγνώμη II. 2, σε Σοφ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σύγγνοια -ας, ἡ [συγγιγνώσκω] begrip, vergiffenis.
Russian (Dvoretsky)
σύγγνοια: ἡ снисхождение: αἰτεῖν τινα ξύγγνοιαν ἴσχειν Soph. просить кого-л. о прощении.