στιχογράφος: Difference between revisions
From LSJ
Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft
(38) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΝΑ<br />αυτός που γράφει στίχους, [[στιχουργός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(με ειρωνική και υποτιμητική σημ.) [[ασήμαντος]] [[ποιητής]], [[στιχοπλόκος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στίχος]] <span style="color: red;">+</span> -[[γράφος]]]. | |mltxt=ο, ΝΑ<br />αυτός που γράφει στίχους, [[στιχουργός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(με ειρωνική και υποτιμητική σημ.) [[ασήμαντος]] [[ποιητής]], [[στιχοπλόκος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στίχος]] <span style="color: red;">+</span> -[[γράφος]]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''στῐχογράφος:''' (ᾰ) ὁ стихотворец Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:00, 1 January 2019
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ,
A verse-writer, App.Anth.5.12.
German (Pape)
[Seite 944] Verse schreibend, der Dichter, Ep. ad. 533 (App. 212).
Greek (Liddell-Scott)
στῐχογράφος: [ᾰ], -ον, ὁ γράφων στίχους, στιχουργός, Ἀνθ. Π. παράρτ. 321.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui écrit des vers, poète.
Étymologie: στίχος, γράφω.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
αυτός που γράφει στίχους, στιχουργός
νεοελλ.
(με ειρωνική και υποτιμητική σημ.) ασήμαντος ποιητής, στιχοπλόκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στίχος + -γράφος].
Russian (Dvoretsky)
στῐχογράφος: (ᾰ) ὁ стихотворец Anth.