σύλλεκτρος: Difference between revisions
Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön
(6) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σύλλεκτρος:''' -ον ([[λέκτρον]]), [[σύντροφος]] στο ίδιο [[κρεβάτι]], [[ερωτικός]] [[σύντροφος]], λέγεται για άντρα ή [[γυναίκα]], [[σύζυγος]], σε Ευρ. | |lsmtext='''σύλλεκτρος:''' -ον ([[λέκτρον]]), [[σύντροφος]] στο ίδιο [[κρεβάτι]], [[ερωτικός]] [[σύντροφος]], λέγεται για άντρα ή [[γυναίκα]], [[σύζυγος]], σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σύλλεκτρος:''' <b class="num">II</b> ὁ и ἡ супруг(а) Eur., Anth.<br />разделяющий ложе ([[Διός]] Eur. и τῷ Διί Luc.). | |||
}} | }} |
Revision as of 04:00, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,
A partner of the bed, husband or wife, E.HF1268, cf. Supp.Epigr.2.874 (Egypt); σ. ἄνασσα AP9.657 (Marian.); σ. Διός sharing [Alcmena's] bed with Zeus, of Amphitryon, E.HF 1; so, of Ixion, σ. τῷ Διί Luc.D Deor.6.5.
German (Pape)
[Seite 975] ὁ, ἡ, Bettgenosse, Ehegattinn, Eur. Herc. Fur. 1268 u. sp. D., wie Agath. 49 (IX, 657); auch Luc. D. D. 6, 5.
Greek (Liddell-Scott)
σύλλεκτρος: -ον, ὁ συμμετέχων τοῦ αὐτοῦ λέκτρου, σύνευνος, ἐπὶ ἀνδρὸς ἢ γυναικὸς, Εὐριπ. Ἡρ. Μαιν. 1268· τὸν Διὸς σύλλεκτρον, τὸν συγκοινωνοῦντα τῆς κοίτης [τῆς Ἀλκμήνης] μετὰ τοῦ Διός, περὶ τοῦ Ἀμφιτρύωνος, αὐτόθι 1· οὕτω περὶ τοῦ Ἰξίονος, σ. τῷ Διῒ Λουκ. Θεῶν Διάλ. 6. 5.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui partage la couche de, gén. ou dat..
Étymologie: σύν, λέκτρον.
Greek Monolingual
-ον και ως ουσ. σύλλεκτρος, ό, ἡ, ΜΑ
σύνευνος, σύζυγος
αρχ.
φρ. «ὁ Διὸς σύλλεκτρος»
α) προσωνυμία του Αμφιτρύωνος επειδή κοιμήθηκε στο συζυγικό κρεβάτι της Αλκμήνης και του Διός
β) προσωνυμία του Ιξίονος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -λεκτρος (< λέκτρον), πρβλ. ομό-λεκτρος].
Greek Monolingual
-ον και ως ουσ. σύλλεκτρος, ό, ἡ, ΜΑ
σύνευνος, σύζυγος
αρχ.
φρ. «ὁ Διὸς σύλλεκτρος»
α) προσωνυμία του Αμφιτρύωνος επειδή κοιμήθηκε στο συζυγικό κρεβάτι της Αλκμήνης και του Διός
β) προσωνυμία του Ιξίονος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -λεκτρος (< λέκτρον), πρβλ. ομό-λεκτρος].
Greek Monotonic
σύλλεκτρος: -ον (λέκτρον), σύντροφος στο ίδιο κρεβάτι, ερωτικός σύντροφος, λέγεται για άντρα ή γυναίκα, σύζυγος, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
σύλλεκτρος: II ὁ и ἡ супруг(а) Eur., Anth.
разделяющий ложе (Διός Eur. и τῷ Διί Luc.).