συμπρεσβευτής: Difference between revisions

From LSJ

κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)

Source
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συμπρεσβευτής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που έχει αποσταλεί ως [[πρεσβευτής]] από κοινού με άλλον, σε Αισχίν.
|lsmtext='''συμπρεσβευτής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που έχει αποσταλεί ως [[πρεσβευτής]] από κοινού με άλλον, σε Αισχίν.
}}
{{elru
|elrutext='''συμπρεσβευτής:''' οῦ ὁ соучастник посольства Lys., Aeschin., Arst.
}}
}}

Revision as of 04:04, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπρεσβευτής Medium diacritics: συμπρεσβευτής Low diacritics: συμπρεσβευτής Capitals: ΣΥΜΠΡΕΣΒΕΥΤΗΣ
Transliteration A: sympresbeutḗs Transliteration B: sympresbeutēs Transliteration C: sympresveftis Beta Code: sumpresbeuth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A fellow-ambassador, Lys.27.1, Aeschin.1.168, IG22.786.11, OGI339.11 (Sestos, ii B.C.).

German (Pape)

[Seite 990] ὁ, Mitgesandter; Aesch. 1, 168; im plur., Lys. 27, 1.

Greek (Liddell-Scott)

συμπρεσβευτής: -οῦ, ὁ, ὁ συμπρεσβεύων, ὁ ἀποσταλεὶς ὡς πρεσβευτὴς μετ’ ἄλλου πρεσβευτοῦ, Λυσί. 177. 41, Αἰσχίν. 24. 12.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
collègue pour une ambassade.
Étymologie: συμπρεσβεύω.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ συμπρεσβεύω
πρεσβευτής μαζί με άλλους.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ συμπρεσβεύω
πρεσβευτής μαζί με άλλους.

Greek Monotonic

συμπρεσβευτής: -οῦ, ὁ, αυτός που έχει αποσταλεί ως πρεσβευτής από κοινού με άλλον, σε Αισχίν.

Russian (Dvoretsky)

συμπρεσβευτής: οῦ ὁ соучастник посольства Lys., Aeschin., Arst.