συμπαρορμάω: Difference between revisions

From LSJ

ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law

Source
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συμπαρορμάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[παρακινώ]], [[εφορμώ]], [[χυμώ]] μαζί ή από κοινού, σε Πλούτ.
|lsmtext='''συμπαρορμάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[παρακινώ]], [[εφορμώ]], [[χυμώ]] μαζί ή από κοινού, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''συμπαρορμάω:''' одновременно возбуждать (τὴν φιλοτιμίαν τινός Plut.): σ. πρός τι Arst. побуждать к чему-л.
}}
}}

Revision as of 04:04, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπαρορμάω Medium diacritics: συμπαρορμάω Low diacritics: συμπαρορμάω Capitals: ΣΥΜΠΑΡΟΡΜΑΩ
Transliteration A: symparormáō Transliteration B: symparormaō Transliteration C: symparormao Beta Code: sumparorma/w

English (LSJ)

   A urge on in addition, Thphr.Vent.15: metaph., hearten together, τοὺς φιλίους Phld.Mus. p.27K., cf. Nic.Dam.Fr. 130.18J., Plu.Cic.3; πρός τι Arist.MM1208a16: c. inf., Ath.12.519f.

German (Pape)

[Seite 985] mit od. zugleich antreiben; Plut. Cic. 3, öfter; πρός τι, Arist. magn. mor. 2, 10.

Greek (Liddell-Scott)

συμπαρορμάω: παρορμῶ, παρακινῶ ὁμοῦ ἢ μετά τινος, Πλουτ. Κικ. 3 πρός τι Ἀριστ. Ἠθικ. Μεγ. 2. 10, 3.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
exciter ensemble ou en même temps.
Étymologie: σύν, παρορμάω.

Greek Monotonic

συμπαρορμάω: μέλ. -ήσω, παρακινώ, εφορμώ, χυμώ μαζί ή από κοινού, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

συμπαρορμάω: одновременно возбуждать (τὴν φιλοτιμίαν τινός Plut.): σ. πρός τι Arst. побуждать к чему-л.