συμπεριτρέπω: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.

Source
(39)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[ανατρέπω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με άλλους<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>συμπεριτρέπομαι</i><br />(για τα φύλλα του ηλιοτροπίου) στρέφομαι σε [[σχέση]] με [[κάτι]] («τῇ τοῡ ἡλίου κλίσει συμπεριτρέπεται», <b>Διοσκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[περιτρέπω]] «[[ανατρέπω]], [[αναποδογυρίζω]]»].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[ανατρέπω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με άλλους<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>συμπεριτρέπομαι</i><br />(για τα φύλλα του ηλιοτροπίου) στρέφομαι σε [[σχέση]] με [[κάτι]] («τῇ τοῡ ἡλίου κλίσει συμπεριτρέπεται», <b>Διοσκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[περιτρέπω]] «[[ανατρέπω]], [[αναποδογυρίζω]]»].
}}
{{elru
|elrutext='''συμπεριτρέπω:''' вместе или одновременно опрокидывать (ἑαυτόν τινι Sext.).
}}
}}

Revision as of 04:08, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπεριτρέπω Medium diacritics: συμπεριτρέπω Low diacritics: συμπεριτρέπω Capitals: ΣΥΜΠΕΡΙΤΡΕΠΩ
Transliteration A: symperitrépō Transliteration B: symperitrepō Transliteration C: symperitrepo Beta Code: sumperitre/pw

English (LSJ)

   A overthrow together with, ἑαυτήν τισι S.E.P. 2.188, cf. 193 (Pass.):—Pass. also, of leaves of heliotrope, τῇ τοῦ ἡλίου κλίσει Dsc.4.190 (v.l.-φερ-).

German (Pape)

[Seite 986] (s. τρέπω), mit od. zugleich umkehren, umstoßen, S. Emp. pyrrh. 2, 188, oft.

Greek (Liddell-Scott)

συμπεριτρέπω: περιτρέπω, καταρρίπτω, ἀνατρέπω ὁμοῦ μετά τινος, ἑαυτὴν ἐκείνοις συμπεριτρέπει Σέξτ. Ἐμπ, π. Π. 2. 188, πρβλ. 193, κτλ.

Greek Monolingual

Α
1. ανατρέπω κάτι μαζί με άλλους
2. παθ. συμπεριτρέπομαι
(για τα φύλλα του ηλιοτροπίου) στρέφομαι σε σχέση με κάτι («τῇ τοῡ ἡλίου κλίσει συμπεριτρέπεται», Διοσκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + περιτρέπω «ανατρέπω, αναποδογυρίζω»].

Greek Monolingual

Α
1. ανατρέπω κάτι μαζί με άλλους
2. παθ. συμπεριτρέπομαι
(για τα φύλλα του ηλιοτροπίου) στρέφομαι σε σχέση με κάτι («τῇ τοῡ ἡλίου κλίσει συμπεριτρέπεται», Διοσκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + περιτρέπω «ανατρέπω, αναποδογυρίζω»].

Russian (Dvoretsky)

συμπεριτρέπω: вместе или одновременно опрокидывать (ἑαυτόν τινι Sext.).