συνδαίτωρ: Difference between revisions

From LSJ

οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills

Source
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνδαίτωρ:''' -ορος, ὁ, [[ομοτράπεζος]], αυτός που συντροφεύει κάποιον στο [[δείπνο]], που δειπνεί από κοινού, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''συνδαίτωρ:''' -ορος, ὁ, [[ομοτράπεζος]], αυτός που συντροφεύει κάποιον στο [[δείπνο]], που δειπνεί από κοινού, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''συνδαίτωρ:''' ορος ὁ участник пиршества, сотрапезник Aesch.
}}
}}

Revision as of 04:09, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνδαίτωρ Medium diacritics: συνδαίτωρ Low diacritics: συνδαίτωρ Capitals: ΣΥΝΔΑΙΤΩΡ
Transliteration A: syndaítōr Transliteration B: syndaitōr Transliteration C: syndaitor Beta Code: sundai/twr

English (LSJ)

ορος, ὁ,

   A companion at table, οὐδέ τις ξ. A.Eu. 351 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1006] ορος, ὁ, Mitesser, Tischgenosse, Aesch. Eum. 331.

Greek (Liddell-Scott)

συνδαίτωρ: -ορος, ὁ, σύνδειπος, οὐδέ τις ἐστὶ συνδαίτωρ μετάκοινος Αἰσχύλ. Εὐμενίδ. 351.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ) :
commensal, hôte.
Étymologie: σύν, δαίνυμι.

Greek Monolingual

-ορος, ὁ, Α
ομοτράπεζος, συνδαιτυμόνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -δαίτωρ (< δαίομαι «τρώγω»)].

Greek Monolingual

-ορος, ὁ, Α
ομοτράπεζος, συνδαιτυμόνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -δαίτωρ (< δαίομαι «τρώγω»)].

Greek Monotonic

συνδαίτωρ: -ορος, ὁ, ομοτράπεζος, αυτός που συντροφεύει κάποιον στο δείπνο, που δειπνεί από κοινού, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

συνδαίτωρ: ορος ὁ участник пиршества, сотрапезник Aesch.