συνεπικρύπτω: Difference between revisions
ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συνεπικρύπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[συμβάλλω]] στην [[απόκρυψη]], [[κρύβω]], [[συγκαλύπτω]] από κοινού, σε Πλούτ. | |lsmtext='''συνεπικρύπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[συμβάλλω]] στην [[απόκρυψη]], [[κρύβω]], [[συγκαλύπτω]] από κοινού, σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συνεπικρύπτω:''' вместе скрывать, помогать скрыть (ἀδίκημά τι Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 04:16, 1 January 2019
English (LSJ)
A help to conceal, Id.Alc.28, Tim.10:—Med., Iamb.VP34.245.
Greek (Liddell-Scott)
συνεπικρύπτω: ἀπὸ κοινοῦ ἐπικρύπτω, ὁμοῦ ἀποκρύπτω, Πλούτ. Ἀλκιβ. 28, Τιμολ. 10, Νικίου καὶ Κράσσ. Σύγκρ. 1.
French (Bailly abrégé)
cacher ensemble ou en même temps.
Étymologie: σύν, ἐπικρύπτω.
Greek Monolingual
Α ἐπικρύπτω
επικαλύπτω συγχρόνως ή μαζί.
Greek Monolingual
Α ἐπικρύπτω
επικαλύπτω συγχρόνως ή μαζί.
Greek Monotonic
συνεπικρύπτω: μέλ. -ψω, συμβάλλω στην απόκρυψη, κρύβω, συγκαλύπτω από κοινού, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
συνεπικρύπτω: вместе скрывать, помогать скрыть (ἀδίκημά τι Plut.).