ταχύμηνις: Difference between revisions

From LSJ

ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners

Source
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τᾰχύμηνις:''' -εως, ὁ, ἡ, αυτός που οργίζεται [[γρήγορα]], που εξάπτεται εύκολα, [[οξύθυμος]], σε Ανθ.
|lsmtext='''τᾰχύμηνις:''' -εως, ὁ, ἡ, αυτός που οργίζεται [[γρήγορα]], που εξάπτεται εύκολα, [[οξύθυμος]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''τᾰχύμηνις:''' εως adj. быстро впадающий в гнев, вспыльчивый ([[Διόνυσος]] Anth.).
}}
}}

Revision as of 04:32, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰχῠμηνις Medium diacritics: ταχύμηνις Low diacritics: ταχύμηνις Capitals: ΤΑΧΥΜΗΝΙΣ
Transliteration A: tachýmēnis Transliteration B: tachymēnis Transliteration C: tachyminis Beta Code: taxu/mhnis

English (LSJ)

εως, ὁ, ἡ,

   A swift to anger, AP9.524.20.

German (Pape)

[Seite 1076] εως, ὁ, ἡ, schnell oder leicht zürnend, jähzornig, Dionysos, Hymn. (IX, 524, 20).

Greek (Liddell-Scott)

τᾰχύμηνις: -εως, ὁ, ἡ, ὁ ταχέως ὀργιζόμενος, ὀξύθυμος, Ἀνθ. Π. 9. 524, 20.

French (Bailly abrégé)

ιος (ὁ, ἡ)
promptement irritable, soupe-au-lait.
Étymologie: ταχύς, μῆνις.

Greek Monolingual

-ήνεως, ὁ, ἡ, Α
οξύθυμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ- + -μηνις (< μῆνις, -ιος «οργή»), πρβλ. βαρύ-μηνις].

Greek Monotonic

τᾰχύμηνις: -εως, ὁ, ἡ, αυτός που οργίζεται γρήγορα, που εξάπτεται εύκολα, οξύθυμος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

τᾰχύμηνις: εως adj. быстро впадающий в гнев, вспыльчивый (Διόνυσος Anth.).