τειχοφύλαξ: Difference between revisions
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τειχοφύλαξ:''' [ῠ], -ᾰκος, ὁ, [[φρουρός]] τειχών, σε Ηρόδ. | |lsmtext='''τειχοφύλαξ:''' [ῠ], -ᾰκος, ὁ, [[φρουρός]] τειχών, σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τειχοφύλαξ:''' ακος (ῠ) ὁ несущий охрану стен или укреплений, защитник крепости Her., Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:36, 1 January 2019
English (LSJ)
[ῠ], ᾰκος, ὁ,
A one that has the guard of the walls, Hdt.3.157, Plu.2.694c: pl., Polyaen.8.23.6, App.Mith.32.
German (Pape)
[Seite 1081] ακος, ὁ, der Mauerwächter, der die Wache über die Mauer und die Befestigungswerke hat, Her. 3, 157.
Greek (Liddell-Scott)
τειχοφύλαξ: [ῠ], -ᾰκος, ὁ, ὁ φυλάττων τὰ τείχη, Ἡρόδ. 3. 157, Πλούτ. 2. 694C.
French (Bailly abrégé)
ακος (ὁ) :
gardien des fortifications.
Étymologie: τεῖχος, φύλαξ.
Greek Monolingual
-ακος, ὁ, ΜΑ
φρουρός τείχους
αρχ.
ως κύριο όν. Τειχοφύλαξ
τοπικός ήρωας της Κυρήνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τεῖχος + φύλαξ, -ακος].
Greek Monotonic
τειχοφύλαξ: [ῠ], -ᾰκος, ὁ, φρουρός τειχών, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
τειχοφύλαξ: ακος (ῠ) ὁ несущий охрану стен или укреплений, защитник крепости Her., Plut.