τετραμηνιαῖος: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσον ἐστὶν ὀργῇ καὶ θάλασσα καὶ γυνή → Mulier et mare sunt isdem plane moribus → In ihrem Naturell sind Frau und Meerflut gleich

Menander, Monostichoi, 264
(41)
(4b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο / τετραμηνιαῑος, -αία, -ον, ΝΜΑ, και τετραμηναῑος, -αία, -ον, Μ<br />αυτός που διαρκεί [[τέσσερεις]] μήνες («τετραμηνιαίους σπονδὰς ἐποιήσαντο», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ τετραμηνιαῑον</i><br />[[χρονικό]] [[διάστημα]] τεσσάρων μηνών, τετράμηνο<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[έμβρυο]]) αυτός που αποβλήθηκε [[μετά]] από τετράμηνη [[κύηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τετράμηνος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιαίος</i> / -<i>αῖος</i>].
|mltxt=-α, -ο / τετραμηνιαῑος, -αία, -ον, ΝΜΑ, και τετραμηναῑος, -αία, -ον, Μ<br />αυτός που διαρκεί [[τέσσερεις]] μήνες («τετραμηνιαίους σπονδὰς ἐποιήσαντο», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ τετραμηνιαῑον</i><br />[[χρονικό]] [[διάστημα]] τεσσάρων μηνών, τετράμηνο<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[έμβρυο]]) αυτός που αποβλήθηκε [[μετά]] από τετράμηνη [[κύηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τετράμηνος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιαίος</i> / -<i>αῖος</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''τετρᾰμηνιαῖος:''' Diod. = [[τετράμηνος]].
}}
}}

Revision as of 04:48, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετρᾰμηνιαῖος Medium diacritics: τετραμηνιαῖος Low diacritics: τετραμηνιαίος Capitals: ΤΕΤΡΑΜΗΝΙΑΙΟΣ
Transliteration A: tetramēniaîos Transliteration B: tetramēniaios Transliteration C: tetraminiaios Beta Code: tetramhniai=os

English (LSJ)

α, ον, = sq.,

   A σπονδαί D.S.11.80; of the foetus, Gal.14.154.

German (Pape)

[Seite 1098] D. Sic. 11, 80, und τετράμηνος, von vier Monaten, vier Monate dauernd; Thuc. 5, 63; Pol. 18, 22, 5 u. öfter; vgl. Lob. Phryn. 549.

Greek (Liddell-Scott)

τετραμηνιαῖος: -α, -ον, = τῷ ἑπομ., σπονδαὶ Διόδ. 14. 80, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 949.

Greek Monolingual

-α, -ο / τετραμηνιαῑος, -αία, -ον, ΝΜΑ, και τετραμηναῑος, -αία, -ον, Μ
αυτός που διαρκεί τέσσερεις μήνες («τετραμηνιαίους σπονδὰς ἐποιήσαντο», Διόδ.)
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ τετραμηνιαῑον
χρονικό διάστημα τεσσάρων μηνών, τετράμηνο
αρχ.
(για έμβρυο) αυτός που αποβλήθηκε μετά από τετράμηνη κύηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετράμηνος + κατάλ. -ιαίος / -αῖος].

Russian (Dvoretsky)

τετρᾰμηνιαῖος: Diod. = τετράμηνος.