τλησικάρδιος: Difference between revisions

From LSJ

θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → it is grasped only by means of an ignorance superior to intellection, it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Source
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τλησῑκάρδιος:''' -ον ([[καρδία]]),<br /><b class="num">I.</b> [[σκληρός]], [[ισχυρός]] στην [[καρδιά]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> [[άθλιος]], [[ελεεινός]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''τλησῑκάρδιος:''' -ον ([[καρδία]]),<br /><b class="num">I.</b> [[σκληρός]], [[ισχυρός]] στην [[καρδιά]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> [[άθλιος]], [[ελεεινός]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''τλησῐκάρδιος:''' Aesch. = [[ταλακάρδιος]].
}}
}}

Revision as of 04:48, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τλησῐκάρδιος Medium diacritics: τλησικάρδιος Low diacritics: τλησικάρδιος Capitals: ΤΛΗΣΙΚΑΡΔΙΟΣ
Transliteration A: tlēsikárdios Transliteration B: tlēsikardios Transliteration C: tlisikardios Beta Code: tlhsika/rdios

English (LSJ)

ον,

   A hard-hearted, A.Pr.160 (lyr.).    II enduring, <ἀ>πένθεια (v. Addenda) τ. Id.Ag.430 (lyr.; τηξικάρδιος Auratus from Sch., τὴν καρδίαν τήκουσα). Cf. ταλακάρδιος.

German (Pape)

[Seite 1123] = ταλακάρδιος; Aesch. Prom. 159; πένθεια, Ag. 430.

Greek (Liddell-Scott)

τλησῐκάρδιος: -ον, ὁ τὴν καρδίαν ἰσχυρός, Αἰσχύλ. Πρ. 159. - Ἐπίρρ. -ως, Γρηγ. Ναζ. τ. 2, σ. 272, παρὰ Τζέτζ. Ἐξ. Ἰλ. 148 τληκαρδίως. ΙΙ. ἄθλιος, ἐλεεινός, πένθεια τλ. (ἔνθα ὁ Σχολ. θὰ εἶχεν ἀναγνώσῃ τηξικάρδιος) Αἰσχύλ. Ἀγ. 430. Πρβλ. ταλακάρδιος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au cœur patient, courageux.
Étymologie: τλάω, καρδία.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. σκληρόκαρδος («τίς ὧδε τλησικάρδιος θεῶν, ὅτῳ τάδ' ἐπιχαρῇ;», Αισχύλ.)
2. υπομονητικός, καρτερικός.
επίρρ...
τλησικαρδίως Α
καρτερικά, υπομονητικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τλη-σι- (βλ. λ. τλή-θυμος και τάλας), σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος (βλ. λ. τέρπω) + -κάρδιος (< καρδία), πρβλ. ταραξι-κάρδιος].

Greek Monotonic

τλησῑκάρδιος: -ον (καρδία),
I. σκληρός, ισχυρός στην καρδιά, σε Αισχύλ.
II. άθλιος, ελεεινός, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

τλησῐκάρδιος: Aesch. = ταλακάρδιος.