τραπεζιτεύω: Difference between revisions
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τρᾰπεζῑτεύω:''' μέλ. <i>τραπεζιτεύσω</i>, [[ασχολούμαι]] με τραπεζικές εργασίες, σε Δημ. | |lsmtext='''τρᾰπεζῑτεύω:''' μέλ. <i>τραπεζιτεύσω</i>, [[ασχολούμαι]] με τραπεζικές εργασίες, σε Δημ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τρᾰπεζῑτεύω:''' заниматься меняльным делом Dem. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:48, 1 January 2019
English (LSJ)
A to be engaged in banking, D.36.29, 45.32, BCH36.210 (Delos, ii B. C.).
German (Pape)
[Seite 1134] ein τραπεζίτης sein, Dem. 36, 29 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
τρᾰπεζῑτεύω: ἀσχολοῦμαι εἰς τραπεζιτικὰς ἐργασίας, Δημ. 935. 15, πρβλ. 1111. 10. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σελ. 131.
French (Bailly abrégé)
être changeur ou banquier.
Étymologie: τραπεζίτης.
Greek Monolingual
Α τραπεζίτης
ασχολούμαι με τραπεζικές εργασίες, είμαι τραπεζίτης.
Greek Monotonic
τρᾰπεζῑτεύω: μέλ. τραπεζιτεύσω, ασχολούμαι με τραπεζικές εργασίες, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
τρᾰπεζῑτεύω: заниматься меняльным делом Dem.