τροχηλάτης: Difference between revisions
From LSJ
(nl) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=τροχηλάτης -ου, ὁ [τροχήλατος] wagenmenner. | |elnltext=τροχηλάτης -ου, ὁ [τροχήλατος] wagenmenner. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τροχηλάτης:''' ου (ᾰ) ὁ возница Soph., Eur., Sext. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:52, 1 January 2019
English (LSJ)
[ᾰ], ου, ὁ, (ἐλαύνω)
A charioteer, formed like ἱππηλάτης, S.OT806, E.Ph.39. 2 τ. ἵππος, = currilis equus, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
τροχηλάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, (ἐλαύνω) ὁ διευθύνων τροχούς, δηλ. ἁρματηλάτης, ἡνίοχος, σχηματισθὲν κατὰ τὸ ἱππηλάτης, Σοφ. Ο. Τ. 806, Εὐρ. Φοίν. 39.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
conducteur d’un char.
Étymologie: τροχός, ἐλαύνω.
Greek Monolingual
ὁ, Α
1. αρματηλάτης, ηνίοχος
2. φρ. «τροχηλάτης ἵππος» — άλογο κατάλληλο για αρματοδρομίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τροχός + -ηλάτης (< ἐλαύνω), πρβλ. αμαξ-ηλάτης, κωπ-ηλάτης. Το -η- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].
Greek Monotonic
τροχηλάτης: [ᾰ], -ου, ὁ (ἐλαύνω), αυτός που διευθύνει τους τροχούς, δηλ. ο ηνίοχος, σε Σοφ., Ευρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τροχηλάτης -ου, ὁ [τροχήλατος] wagenmenner.
Russian (Dvoretsky)
τροχηλάτης: ου (ᾰ) ὁ возница Soph., Eur., Sext.