τυροφόρος: Difference between revisions
From LSJ
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τῡροφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), κατασκευασμένος από [[τυρί]], αυτός που φέρει [[τυρί]] πάνω του, σε Ανθ. | |lsmtext='''τῡροφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), κατασκευασμένος από [[τυρί]], αυτός που φέρει [[τυρί]] πάνω του, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τῡροφόρος:''' содержащий сыр, приготовленный с сыром ([[πλακοῦς]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 04:56, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,
A with cheese on it, πλακοῦς AP6.155 (Theodorid.).
German (Pape)
[Seite 1165] Käse tragend, habend, enttzaltend, πλακόεις, Theodorid. 5 (VI, 155).
Greek (Liddell-Scott)
τῡροφόρος: -ον, ὁ μετὰ τυροῦ κατεσκευασμένος, ἢ πεπασμένος διὰ τυροῦ, πλακοῦς Ἀνθ. Π. 6. 155· πρβλ. τυρόνωτος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
recouvert de fromage (gâteau).
Étymologie: τυρός, φέρω.
Greek Monolingual
-ον, Α
τυρόνωτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τυρός + -φόρος].
Greek Monotonic
τῡροφόρος: -ον (φέρω), κατασκευασμένος από τυρί, αυτός που φέρει τυρί πάνω του, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
τῡροφόρος: содержащий сыр, приготовленный с сыром (πλακοῦς Anth.).