τρωπάω: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τρωπάω:''' ποιητ. αντί [[τρέπω]], [[μετατρέπω]], [[μεταβάλλω]] τον τόνο, λέγεται για το [[αηδόνι]], σε Ομήρ. Οδ. — Μέσ., στρέφομαι, σε Όμηρ.
|lsmtext='''τρωπάω:''' ποιητ. αντί [[τρέπω]], [[μετατρέπω]], [[μεταβάλλω]] τον τόνο, λέγεται για το [[αηδόνι]], σε Ομήρ. Οδ. — Μέσ., στρέφομαι, σε Όμηρ.
}}
{{elru
|elrutext='''τρωπάω:''' [intens. к [[τρέπω]] поворачивать: (Ἀηδὼν) τρωπῶσα χέει φωνήν Hom. (превращенная в соловья) Аэдона поет переливчатую песню; πᾶλιν τρωπᾶσθαι Hom. возвращаться назад; τρωπᾶσθαι [[φόβονδε]] или φεύγειν Hom. обращаться в бегство.
}}
}}

Revision as of 05:04, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρωπάω Medium diacritics: τρωπάω Low diacritics: τρωπάω Capitals: ΤΡΩΠΑΩ
Transliteration A: trōpáō Transliteration B: trōpaō Transliteration C: tropao Beta Code: trwpa/w

English (LSJ)

poet. for τρέπω,

   A turn, change, ἥ τε θαμὰ τρωπῶσα χέει πολυηχέα φωνήν, of the nightingale, Od.19.521:—Med., turn oneself, turn about, πάλιν τρωπᾶσθαι Il.16.95; πρὸς πόλιν Od.24.536; φόβονδε Il.15.666; Ep. Iterat., τρωπάσκετο φεύγειν 11.568; cf. τρωπασκέσθω· μεταβαλλέσθω, ἐπιστρεφέσθω, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

τρωπάω: ποιητ. ἀντὶ τρέπω, μετατρέπω, μεταβάλλω, ἥ τε θαμὰ τρωπῶσα χέει πολυηχέα φωνήν, ἐπὶ τῆς ἀηδόνος, «τὸ θαμὰ τρωπῶσα, καὶ ἡ πολυηχὴς φωνὴ τὸ πόριμον ἐν φωναῖς τῆς ἀηδόνος δηλοῦσι» (Σχόλ.), Ὀδ. Τ. 521. ― Μέσ., στρέφομαι, πάλιν τρωπᾶσθαι, «εἰς τοὐπίσω ἀναστρέφειν» (Σχόλ.), Ἰλ. Π. 95· πρὸς πόλιν τρωπῶντο, ἐστρέφοντο, Ὀδ. Ω. 536· μηδὲ τρωπᾶσθε φόβονδε, μηδὲ τρέπεσθε εἰς φυγήν, Ἰλ. Ο. 666· τρωπάσκετο φεύγειν Λ. 568· πρβλ. τροχάω, στροφάω, νωμάω ― Πρβλ. τροπάομαι.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
tourner, infléchir;
Moy. τρωπάομαι-ῶμαι se tourner pour revenir, se détourner.
Étymologie: τρέπω.

English (Autenrieth)

(τρέπω), part. τρωπῶσα, mid. ipf. τρωπῶντο, iter. τρωπάσκετο: act., change frequently, vary, Od. 19.521; mid., intrans., turn oneself.

Greek Monotonic

τρωπάω: ποιητ. αντί τρέπω, μετατρέπω, μεταβάλλω τον τόνο, λέγεται για το αηδόνι, σε Ομήρ. Οδ. — Μέσ., στρέφομαι, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

τρωπάω: [intens. к τρέπω поворачивать: (Ἀηδὼν) τρωπῶσα χέει φωνήν Hom. (превращенная в соловья) Аэдона поет переливчатую песню; πᾶλιν τρωπᾶσθαι Hom. возвращаться назад; τρωπᾶσθαι φόβονδε или φεύγειν Hom. обращаться в бегство.