τριπλασιάζω: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ᾽ ἀμφὶ τοῖς σφαλεῖσι μὴ 'ξ ἑκουσίας ὀργὴ πέπειρα → to those who err in judgment, not in will, anger is gentle | men's wrath is softened toward those who have erred unwittingly

Source
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τρῐπλᾰσιάζω:''' μέλ. <i>τριπλασιάσω</i>, [[πολλαπλασιάζω]] επί [[τρία]], κάνω τριπλάσιο, σε Πλούτ.
|lsmtext='''τρῐπλᾰσιάζω:''' μέλ. <i>τριπλασιάσω</i>, [[πολλαπλασιάζω]] επί [[τρία]], κάνω τριπλάσιο, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''τριπλᾰσιάζω:''' утраивать Plut.
}}
}}

Revision as of 05:08, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τριπλᾰσῐάζω Medium diacritics: τριπλασιάζω Low diacritics: τριπλασιάζω Capitals: ΤΡΙΠΛΑΣΙΑΖΩ
Transliteration A: triplasiázō Transliteration B: triplasiazō Transliteration C: triplasiazo Beta Code: triplasia/zw

English (LSJ)

   A to triple, take three times, Apollod.2.4.8, Plu.2.1028b, Dam.Pr.98:—Pass., Plu.Arist.24:—hence τριπλᾰσῐ-ασμός, ὁ, a tripling, Id.2.1028c (pl.).

Greek (Liddell-Scott)

τρῐπλᾰσιάζω: ὡς καὶ νῦν, πολλαπλασιάζω ἐπὶ τρία, ποιῶ τριπλάσιον, Πλούτ. 2. 1028Β - ὁ αὐτ. ἐν Ἀριστείδῃ 24· - ἐντεῦθεν τρῐπλᾰσιασμός, ὁ, τὸ τριπλασιάζειν, ὁ αὐτ. 2. 1028C.

French (Bailly abrégé)

tripler.
Étymologie: τριπλάσιος.

Greek Monolingual

ΝΜΑ τριπλάσιος
πολλαπλασιάζω κάτι επί τρία, καθιστώ κάτι τρεις φορές μεγαλύτερο ή περισσότερο («α. τριπλασιάστηκε το έλλειμμα του προϋπολογισμού» β. «Ζεὺς... τὴν μίαν τριπλασιάσας νύκτα», Απολλόδ.).

Greek Monotonic

τρῐπλᾰσιάζω: μέλ. τριπλασιάσω, πολλαπλασιάζω επί τρία, κάνω τριπλάσιο, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

τριπλᾰσιάζω: утраивать Plut.