ὑπανίημι: Difference between revisions

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπανίημι:''' μειώνομαι ή [[χαλαρώνω]] για λίγο, σε Πλούτ.· αμτβ., <i>τοῦφόβου ὑπανέντος</i> (μτχ. αόρ. βʹ), στον ίδ.
|lsmtext='''ὑπανίημι:''' μειώνομαι ή [[χαλαρώνω]] για λίγο, σε Πλούτ.· αμτβ., <i>τοῦφόβου ὑπανέντος</i> (μτχ. αόρ. βʹ), στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπᾰνίημι:''' (aor. ὑπανῆκα)<br /><b class="num">1)</b> несколько ослаблять, чуть-чуть смягчать (τι Plut.);<br /><b class="num">2)</b> успокаиваться, униматься: τοῦ φόβου μικρὸν ὑπανέντος Plut. когда страх немного улегся.
}}
}}

Revision as of 05:08, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπανίημι Medium diacritics: ὑπανίημι Low diacritics: υπανίημι Capitals: ΥΠΑΝΙΗΜΙ
Transliteration A: hypaníēmi Transliteration B: hypaniēmi Transliteration C: ypaniimi Beta Code: u(pani/hmi

English (LSJ)

   A remit or relax a little, τὸ λίαν ἀπάνθρωπον Plu.Dio7; ὑ. τῶν δεσμῶν relax the strictness of... J.AJ2.5.1:—Pass., δύναμις ὑπανειμένη μᾶλλον Dsc.1.68.    II intr., τοῦ φόβου μικρὸν ὑπανέντος Plu.Aem.23:—so in Pass., Ph.2.87, al.

German (Pape)

[Seite 1182] (s. ἵημι), ein wenig nachlassen, Sp.; φόβου μικρὸν ὑπανέντος Plut. Aemil. Paul. 23.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπανίημι: χαλαρώνω ὀλίγον, μετριάζω κἄπως, τὸ λίαν ἀπάνθρωπον Πλουτ. Δίων 7· ὑπανίει τῶν δεσμῶν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 2. 5, 1. ΙΙ. ἀμεταβ., τοῦ φόβου ὑπανέντος Πλουτ. Αἰμίλ. 23· καὶ οὕτως ἐν τῷ παθ., Φίλων.

French (Bailly abrégé)

f. ὑπανήσω, ao. ὑπανῆκα, etc.
1 relâcher peu à peu, acc.;
2 intr. se relâcher.
Étymologie: ὑπό, ἀνίημι.

Greek Monolingual

Α
(μτβ. και αμτβ.) μετριάζω κάπως, χαλαρώνω λίγο (α. «ὑπανίει τῶν δεσμῶν», Ιώσ.
β. «τοῡ φόβου μικρὸν ὑπανέντος», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + ἀνίημι «χαλαρώνω»].

Greek Monotonic

ὑπανίημι: μειώνομαι ή χαλαρώνω για λίγο, σε Πλούτ.· αμτβ., τοῦφόβου ὑπανέντος (μτχ. αόρ. βʹ), στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπᾰνίημι: (aor. ὑπανῆκα)
1) несколько ослаблять, чуть-чуть смягчать (τι Plut.);
2) успокаиваться, униматься: τοῦ φόβου μικρὸν ὑπανέντος Plut. когда страх немного улегся.