ὑδροχόος: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.

Source
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑδροχόος:''' ὁ ([[χέω]]), αυτός που χύνει [[νερό]], όνομα του αστερισμού Aquarius, σε Ανθ.
|lsmtext='''ὑδροχόος:''' ὁ ([[χέω]]), αυτός που χύνει [[νερό]], όνομα του αστερισμού Aquarius, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑδροχόος:''' ὁ Anth., Plut. = [[ὑδρηχόος]] II, 1.
}}
}}

Revision as of 05:08, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑδροχόος Medium diacritics: ὑδροχόος Low diacritics: υδροχόος Capitals: ΥΔΡΟΧΟΟΣ
Transliteration A: hydrochóos Transliteration B: hydrochoos Transliteration C: ydrochoos Beta Code: u(droxo/os

English (LSJ)

ὁ, (χέω)

   A water-pourer, name of the constellation Aquarius, Eudox. ap. Hipparch.1.2.20, Placit.1.6.6, Euc.Phaen.p.12 M., cf. AP12.199 (Strat.); contr. ὑδρο-χοῦς, Supp.Epigr.7.363.5, al. (Dura-Europus, ii A. D.):—dat. ὑδροχοῆϊ (as if from ὑδροχοεύς), Ep. for the common ὑδροχόῳ, Arat. 389, Nonn.D.23.315.    II name of an Egyptian month, = Φαρμοῦθι, POxy.465.11 (ii A. D.).

German (Pape)

[Seite 1174] 1) Wasser gießend, ergießend, Sp. – 2) ὁ ὑδροχόος, der Wassermann, als Gestirn; Strat. 41 (XII, 199); Maneth. 2, 95; S. Emp. adv. astrol. 2.

Greek (Liddell-Scott)

ὑδροχόος: ὁ, (χέω) ὁ χέων ὕδωρ, ὄνομα ἀστερισμοῦ, Aquarius, Πλούτ. 2. 908C, Ἀνθ. Π. 12. 199· - δοτ. ὑδροχοῆι (ὡς εἰ ἐξ ὀνομ. ὑδροχοεὺς) Ἐπικ. ἀντὶ τοῦ κοινοῦ ὑδροχόῳ, Ἄρατ. 389, Νόνν. Δ. 23. 315.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
le Verseau litt. qui verse de l’eau, signe du Zodiaque.
Étymologie: ὕδωρ, χέω.

Greek Monolingual

ο / ὑδροχόος, ΝΜΑ, και ως επίθ. ὑδρηχόος και ὑδρήχοος, -ον, και συνηρ. τ. αρσ. ὑδροχοῡς, Α
1. αυτός που χύνει νερό
2. ως κύριο όν. (ο) Υδροχόος
ονομασία του ενδέκατου αστερισμού του ζωδιακού κύκλου
αρχ.
ονομασία ενός αιγυπτιακού μήνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)- + -χόος (< χέω), πρβλ. οινο-χόος.

Greek Monotonic

ὑδροχόος: ὁ (χέω), αυτός που χύνει νερό, όνομα του αστερισμού Aquarius, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ὑδροχόος: ὁ Anth., Plut. = ὑδρηχόος II, 1.