ὑπέρδεινος: Difference between revisions
τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑπέρδεινος:''' -ον, υπερβολικά [[τρομακτικός]], [[ανησυχητικός]], σε Δημ., Λουκ. | |lsmtext='''ὑπέρδεινος:''' -ον, υπερβολικά [[τρομακτικός]], [[ανησυχητικός]], σε Δημ., Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπέρδεινος:''' чрезвычайно страшный, ужасный (τὸ [[πρᾶγμα]] Dem., Luc.). | |||
}} | }} |
Revision as of 05:16, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,
A exceedingly alarming or dangerous, τὸ πρᾶγμα εἰς ὑπέρδεινόν μοι περιέστη D.21.111; very hard, Luc.Tim.13. 2 very able, ῥήτωρ Poll.4.20; ὑ. εἰπεῖν D.Chr.46.7.
German (Pape)
[Seite 1193] übermäßig furchtbar, gewaltig, gefährlich; τὸ πρᾶγμά μοι εἰς ὑπέρδεινον περιέστη Dem. 21, 111; Luc. Tim. 13.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπέρδεινος: -ον, εἰς ὑπερβολὴν δεινός, φοβερὸς ἢ ἐπικίνδυνος, τὸ πρᾶγμά μοι εἰς ὑπέρδεινον περιέστη Δημ. 551. 2, πρβλ. Λουκ. Τίμ. 13. 2) λίαν δεινός, ἱκανώτατος, ῥήτωρ Πολυδ. Δ΄, 20· ὑπ. εἰπεῖν Δίων Χρυσ. 2. 215.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
extraordinairement effrayant.
Étymologie: ὑπέρ, δεινός.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. πολύ φοβερός
2. πάρα πολύ επικίνδυνος
3. πάρα πολύ επιδέξιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + δεινός «φοβερός, τρομερός»].
Greek Monotonic
ὑπέρδεινος: -ον, υπερβολικά τρομακτικός, ανησυχητικός, σε Δημ., Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπέρδεινος: чрезвычайно страшный, ужасный (τὸ πρᾶγμα Dem., Luc.).