τρόπις: Difference between revisions
Ψυχῆς ἐπιμέλου τῆς σεαυτοῦ καθὰ δύνῃ → Animae tuae tu curam gere pro viribus → Um deine Seele mühe dich mit aller Kraft
(6) |
(4b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τρόπις:''' ἡ, [[τρόπιος]], αιτ. <i>τρόπιν</i> ([[τρέπω]]), [[καρίνα]] πλοίου, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.· τρόπεις [[θέσθαι]], [[βάζω]] την [[καρίνα]], σε Πλούτ.· και μεταφ., <i>λέγετὴν τρόπιν τοῦ πράγματος</i>, σε Αριστοφ. | |lsmtext='''τρόπις:''' ἡ, [[τρόπιος]], αιτ. <i>τρόπιν</i> ([[τρέπω]]), [[καρίνα]] πλοίου, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.· τρόπεις [[θέσθαι]], [[βάζω]] την [[καρίνα]], σε Πλούτ.· και μεταφ., <i>λέγετὴν τρόπιν τοῦ πράγματος</i>, σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τρόπις:''' εως, ион. ιος ἡ<br /><b class="num">1)</b> киль ([[νεός]] Hom., Her.; πλοίου Arst.): τρόπεις [[θέσθαι]] Plut. заложить киль, т. е. приступить к постройке судна;<br /><b class="num">2)</b> основа, суть (τοῦ πράγματος Arph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 05:16, 1 January 2019
English (LSJ)
ἡ, gen.
A τρόπεως Placit.2.4.15, Hdn.Epim.135; Ion. gen. τρόπιος Od. 19.278, Hdt.2.96; τρόπιδος EM811.21; dat. τρόπιδι A.R. 1.388; acc. τρόπιν Hippon.50, Orph.A.271: pl. τρόπεις, dat. τρόπισι D.C.48.38: (τρέπω):—ship's keel, Od.5.130, 12.421, Hdt. l. c.; τ. νεός Od.7.252, 19.278; πλοίου τ. Arist.Metaph.1013a5; and poet. ship, S.Fr.143; τρόπεις θέσθαι lay down keels for building ships, Plu.Demetr.43; cf. τροπιδεῖον: metaph., λέγε νυν τὴν τ. τοῦ πράγματος Ar.V.30.
German (Pape)
[Seite 1152] ἡ, ep. gen. τρόπιος, später τρόπιδος, auch τρόπεως, der Schiffskiel; Od. 12, 421 u. öfter; auch τρόπις νεός, 7, 252. 19, 278; Her. 2, 96; Eur. Hel. 418; sp. D., wie Bass. 5 u. Antiphil. 1 (IX, 289. 415); Ap. Rh. 4, 1244; – das Schiff selbst, Soph. frg. 151; – τρόπεις θέσθαι, den Kiel legen, ein Schiff zu bauen anfangen, Plut. Demetr. 43; – übh. Grundlage, Anfang, λέγε νῦν ἀνύσας τι τὴν τρόπιν τοῦ πράγματος, Ar. Vesp. 30. – Vgl. τροπιδεῖον.
Greek (Liddell-Scott)
τρόπις: ἡ, γεν. τρόπεως μόνον παρὰ τοῖς γραμμ.· Ἰων. γεν. τρόπιος Ὅμηρ., Ἡρόδ.· δοτ. τρόπιδι Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 388· αἰτ. τρόπιν Ὀρφ. Ἀργ. 273· πληθ. τρόπεις· (τρέπω)· - ἡ «καρῖνα» πλοίου, «τρόπεις... τὰ ξύλα τὰ διήκοντα ἀπὸ πρῴρας εἰς πρύμναν, ἐξ ὧν οἱ γόμφοι καὶ τὰ ἄλλα ἤρτηνται» Α. Β. 307, 9· τὸν μὲν ἐγὼν ἐσάωσα περὶ τρόπιος βεβαῶτα Ὀδ. Ε. 150, Μ. 421, κλπ.· αὐτὰρ ἐγὼ τρόπιν ἀγκὰς ἑλὼν νέος ἀμφιελίσσης ἐννῆμαρ φερόμην Ὀδ. Η. 252, Τ. 278, Ἡρόδ. 2. 96· καὶ ποιητ., ὡς παρὰ Λατ. carina, = ναῦς, πλοῖον, Σοφ. Ἀποσπ. 151· τρόπεις θέσθαι Πλουτ. Δημήτρ. 43, πρβλ. τροπιδεῖον· - μεταφορ., λέγε νῦν τὴν τρόπιν τοῦ πράγματος, δηλ. τὴν ἀρχήν, Ἀριστοφ. Σφ. 30.
French (Bailly abrégé)
(ἡ) :
gén. τρόπεως (ion. τρόπιος) ou τρόπιδος
1 quille ou carène d’un navire;
2 p. ext. fondement, principe, commencement.
Étymologie: τρέπω.
English (Autenrieth)
ιος: keel. (Od.) (See cut under δρύοχος.)
Greek Monolingual
-ιδος, η, ΝΑ, γεν. και τ. -εως και ιων. τ. -ιος, Α
βλ. τρόπιδα.
Greek Monotonic
τρόπις: ἡ, τρόπιος, αιτ. τρόπιν (τρέπω), καρίνα πλοίου, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.· τρόπεις θέσθαι, βάζω την καρίνα, σε Πλούτ.· και μεταφ., λέγετὴν τρόπιν τοῦ πράγματος, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
τρόπις: εως, ион. ιος ἡ
1) киль (νεός Hom., Her.; πλοίου Arst.): τρόπεις θέσθαι Plut. заложить киль, т. е. приступить к постройке судна;
2) основа, суть (τοῦ πράγματος Arph.).