ὑποσείω: Difference between revisions

From LSJ

Σιμωνίδης τὴν μὲν ζωγραφίαν ποίησιν σιωπῶσαν προσαγορεύει, τὴν δὲ ποίησιν ζωγραφίαν λαλοῦσαν → Simonides relates that a picture is a silent poem, and a poem a speaking picture | Simonides, however, calls painting inarticulate poetry and poetry articulate painting

Source
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑποσείω:''' Επικ. ὑποσ-[[σείω]], μέλ. <i>-σω</i>, [[κουνώ]], [[σείω]], [[τραντάζω]] από [[κάτω]]· <i>ὑποσσείουσιν ἱμάντι</i>, το έθεσαν σε [[κίνηση]] [[κάτω]] από, μέσω του ιμάντα [[χάρη]] στον οποίο περιστρέφεται το [[τρυπάνι]], σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''ὑποσείω:''' Επικ. ὑποσ-[[σείω]], μέλ. <i>-σω</i>, [[κουνώ]], [[σείω]], [[τραντάζω]] από [[κάτω]]· <i>ὑποσσείουσιν ἱμάντι</i>, το έθεσαν σε [[κίνηση]] [[κάτω]] από, μέσω του ιμάντα [[χάρη]] στον οποίο περιστρέφεται το [[τρυπάνι]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑποσείω:''' эп. [[ὑποσσείω]] снизу потрясать, т. е. приводить в движение (sc. τὸ [[τρύπανον]] Hom.).
}}
}}

Revision as of 05:20, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποσείω Medium diacritics: ὑποσείω Low diacritics: υποσείω Capitals: ΥΠΟΣΕΙΩ
Transliteration A: hyposeíō Transliteration B: hyposeiō Transliteration C: yposeio Beta Code: u(posei/w

English (LSJ)

Ep. ὑποσσ-,

   A rotate, spin round, οἱ δέ τ' ἔνερθεν ὑποσσείουσιν ἱμάντι, of a stake, compared to an auger, Od.9.385; τὰ ὑποσείοντα κεφαλάς (vv. ll. -ήν, -ῆς), perh. a form of paralysis agitans, Hp.Coac.159.    2 sift out, v. ὑποσήθω.    II hold out or throw to, ἄρτους Ael.NA7.13.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποσείω: Ἐπικ. ὑποσσ-, σείω ἢ κινῶ ὑποκάτω, οἱ δέ τ’ ἔνερθεν ὑποσσείουσιν ἱμάντι, ἐπὶ τοῦ ἱμάντος, δι’ οὗ περιστρέφεται τὸ τρύπανον, Ὀδ. Ι. 385· οἶνος ὑπ. τὴν κεφαλὴν Ρήτορ. (Walz) τ. 1, σ. 430. 2) κοσκινίζω, ὑποσείσας τὸ λεπτότερον ἄλευρον Γαλην. τ. 6, σ. 481, 15. ΙΙ. προτείνωῥίπτω πρός τινα, ἄρτους Αἰλ. περὶ Ζῴων 7. 13.

French (Bailly abrégé)

1 secouer ou ébranler par-dessous;
2 agiter sous.
Étymologie: ὑπό, σείω.

Greek Monolingual

ὑποσείω ΝΑ, και επικ. τ. ὑποσσείω Α σείω
1. σείω από κάτω
2. σείω, κουνώ κάτι ελαφρά
αρχ.
1. κοσκινίζω («ὑποσείσας τὸ λεπτότατον ἄλευρον», Γαλ.)
2. προτείνω ή ρίχνω κάτι σε κάποιον.

Greek Monotonic

ὑποσείω: Επικ. ὑποσ-σείω, μέλ. -σω, κουνώ, σείω, τραντάζω από κάτω· ὑποσσείουσιν ἱμάντι, το έθεσαν σε κίνηση κάτω από, μέσω του ιμάντα χάρη στον οποίο περιστρέφεται το τρυπάνι, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ὑποσείω: эп. ὑποσσείω снизу потрясать, т. е. приводить в движение (sc. τὸ τρύπανον Hom.).