ὑψίγυιος: Difference between revisions
ὥσπερ σελήνη γ' ἡλίῳ· τὴν μὲν χρόαν ἰδεῖν ὁμοιόν ἔστι θάλπει δ' οὐδαμῶς → like the moon to the sun: its color is similar to the eye, but it does not give off any heat
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑψίγυιος:''' -ον, αυτός που έχει [[υψηλά]] χοντρά κλαδιά, αυτός που έχει ψηλό κορμό, σε Πίνδ. | |lsmtext='''ὑψίγυιος:''' -ον, αυτός που έχει [[υψηλά]] χοντρά κλαδιά, αυτός που έχει ψηλό κορμό, σε Πίνδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑψίγυιος:''' высокоствольный ([[ἄλσος]] Pind.). | |||
}} | }} |
Revision as of 05:32, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,
A high-stemmed, ἄλσος Pi.O.5.13.
Greek (Liddell-Scott)
ὑψίγυιος: -ον, ὁ ἔχων ὑψηλὰ γυῖα, δηλ. ὑψηλοὺς κορμοὺς καὶ κλάδους δένδρων, ὑψίγυιον ἄλσος Πινδ. Ο. 5. 30.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dont les membres se dressent, aux membres élevés (ép. d’une forêt).
Étymologie: ὕψι, γυῖον.
English (Slater)
ὑψῐγυιος
1 high timbered κολλᾷ τε σταδίων θαλάμων ταχέως ὑψίγυιον ἄλσος (O. 5.13)
Greek Monolingual
-ον, Α
(για άλσος) αυτός που έχει ψηλούς κορμούς και κλαδιά δένδρων («κολλᾷ τε σταδίων θαλάμων ταχέως ὑψίγυιον ἄλσος», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + -γυιος (< γυῖον «μέλος»), πρβλ. εὔ-γυιος].
Greek Monotonic
ὑψίγυιος: -ον, αυτός που έχει υψηλά χοντρά κλαδιά, αυτός που έχει ψηλό κορμό, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
ὑψίγυιος: высокоствольный (ἄλσος Pind.).