φλεγματικός: Difference between revisions

From LSJ

Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς → holy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us

Source
(45)
(4b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[φλεγματικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[φλέγμα]], -<i>ατος</i>]<br />[[φλεγματώδης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(ψυχολ.)</b> [[ένας]] από τους [[τέσσερεις]] βασικούς, σύμφωνα με τη [[θεωρία]] της κράσης, τύπους της ιδιοσυγκρασίας του ανθρώπου<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[ψύχραιμος]], [[απαθής]], [[ασυγκίνητος]].
|mltxt=-ή, -ό / [[φλεγματικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[φλέγμα]], -<i>ατος</i>]<br />[[φλεγματώδης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(ψυχολ.)</b> [[ένας]] από τους [[τέσσερεις]] βασικούς, σύμφωνα με τη [[θεωρία]] της κράσης, τύπους της ιδιοσυγκρασίας του ανθρώπου<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[ψύχραιμος]], [[απαθής]], [[ασυγκίνητος]].
}}
{{elru
|elrutext='''φλεγμᾰτικός:''' воспалительный ([[πάθος]] Arst.).
}}
}}

Revision as of 05:44, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φλεγμᾰτικός Medium diacritics: φλεγματικός Low diacritics: φλεγματικός Capitals: ΦΛΕΓΜΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: phlegmatikós Transliteration B: phlegmatikos Transliteration C: flegmatikos Beta Code: flegmatiko/s

English (LSJ)

ή, όν, (

   A φλέγμα 11.2) abounding in phlegm, ἔδεσμα, of the brain as food, Gal.6.676 (Comp.), cf. Alex.Aphr.Pr.1.2 (Comp.).

German (Pape)

[Seite 1291] zum Schleim gehörig, davon kommend, voll Schleim, daran leidend, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

φλεγμᾰτικός: -ή, -όν, (φλέγμα ΙΙ. 2) φλεγματώδης, πάθος Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 10. 1, 10, Γαλην., κλπ.

Greek Monolingual

-ή, -ό / φλεγματικός, -ή, -όν, ΝΜΑ φλέγμα, -ατος]
φλεγματώδης
νεοελλ.
1. (ψυχολ.) ένας από τους τέσσερεις βασικούς, σύμφωνα με τη θεωρία της κράσης, τύπους της ιδιοσυγκρασίας του ανθρώπου
2. μτφ. ψύχραιμος, απαθής, ασυγκίνητος.

Russian (Dvoretsky)

φλεγμᾰτικός: воспалительный (πάθος Arst.).