φόβητρον: Difference between revisions

From LSJ

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172
(6)
(4b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φόβητρον:''' τό ([[φοβέω]]), [[σκιάχτρο]], αυτό που προξενεί φόβο, σε πληθ., τρομερά πράγματα, σε Πλατ., Κ.Δ.
|lsmtext='''φόβητρον:''' τό ([[φοβέω]]), [[σκιάχτρο]], αυτό που προξενεί φόβο, σε πληθ., τρομερά πράγματα, σε Πλατ., Κ.Δ.
}}
{{elru
|elrutext='''φόβητρον:''' τό страшное явление, пугало, страшилище Plat., Luc., NT, Anth.
}}
}}

Revision as of 05:44, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φόβητρον Medium diacritics: φόβητρον Low diacritics: φόβητρον Capitals: ΦΟΒΗΤΡΟΝ
Transliteration A: phóbētron Transliteration B: phobētron Transliteration C: fovitron Beta Code: fo/bhtron

English (LSJ)

τό,

   A scarecrow, bugbear, terror, LXXIs.19.17: elsewh. always in pl. terrors, Hp.Morb.Sacr.1 (s.v.l.), Pl.Ax.367a, Ev.Luc.21.11; Τισιφόνης τὰ φ., prob. tragic masks of the Furies, AP11.189 (Lucill.).

German (Pape)

[Seite 1294] τό, Schreckmittel, Plat. Ax. 367 a; Schreckbild, Scheusal, τὰ φόβητρα Τισιφόνης, vielleicht Masken, Lucill. 81 (XI, 183).

Greek (Liddell-Scott)

φόβητρον: τό, τὸ φόβου ποιητικόν, τὸ προξενοῦν φόβον, φοβερὸν πρᾶγμα, Ἑβδ. (Ἠσαΐ. ΙΘ΄, 17)· ἀλλαχοῦ ἀεὶ ἐν τῷ πληθ., φοβερά, τρομερὰ πράγματα, Ἱππ. 303. 16, Πλάτ. Ἀξίοχ. 367Α, Εὐαγγ. κ. Λουκ. κα΄, 11· Τισιφόνης τὰ φόβητρα, πιθαν. τραγικὰ προσωπεῖα τῶν Ἐρινύων, Ἀνθ. Π. 11. 189.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
épouvantail.
Étymologie: φοβέω.

English (Strong)

neuter of a derivative of φοβέω; a frightening thing, i.e. terrific portent: fearful sight.

English (Thayer)

(or φοβηθρον (so L Tr WH; see WH's Appendix, p. 149)), φοβητρου, τό (φοβέω), that which strikes terror, a terror (cause of) fright: Plato, Ax., p. 367a.; Hippocrates, Lucian, others (but always in plural (Liddell and Scott)); for חָגָא, Isaiah 19:17.)

Greek Monotonic

φόβητρον: τό (φοβέω), σκιάχτρο, αυτό που προξενεί φόβο, σε πληθ., τρομερά πράγματα, σε Πλατ., Κ.Δ.

Russian (Dvoretsky)

φόβητρον: τό страшное явление, пугало, страшилище Plat., Luc., NT, Anth.