ὑψηλόφρων: Difference between revisions

From LSJ

Τραφὲν ὄρεσι καὶ φάραγξιν ἀγρίαις, κήρυξ πέφυκα τῆς λόγου ὑμνῳδίας. Φωνήν μὲν οὐκ ἔναρθρον, εὔηχον δ' ἔχω (Byzantine riddle) → Raised in the mountains and wild ravines, I have become the herald of hymns that are sung. I have no articulate voice...

Source
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑψηλόφρων:''' -ονος, ὁ, ἡ ([[φρήν]]), [[υψηλόφρων]], [[αλαζονικός]], [[υπεροπτικός]], [[υπερήφανος]], [[αγέρωχος]], σε Ευρ., Πλάτ.
|lsmtext='''ὑψηλόφρων:''' -ονος, ὁ, ἡ ([[φρήν]]), [[υψηλόφρων]], [[αλαζονικός]], [[υπεροπτικός]], [[υπερήφανος]], [[αγέρωχος]], σε Ευρ., Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑψηλόφρων:''' 2, gen. ονος<br /><b class="num">1)</b> горделивый, гордый ([[θυμός]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> возвышенного образа мыслей ([[ἀνήρ]] Plat.).
}}
}}

Revision as of 05:48, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑψηλόφρων Medium diacritics: ὑψηλόφρων Low diacritics: υψηλόφρων Capitals: ΥΨΗΛΟΦΡΩΝ
Transliteration A: hypsēlóphrōn Transliteration B: hypsēlophrōn Transliteration C: ypsilofron Beta Code: u(yhlo/frwn

English (LSJ)

ονος, ὁ, ἡ,

   A high-minded, high-spirited, ἀνήρ Pl.R.550b; haughty, θυμός E.IA 919.

Greek (Liddell-Scott)

ὑψηλόφρων: -ονος, ὁ, ἡ, ὁ ὑψηλὰ φρονῶν, ὁ ὑψηλὸν φρόνημα ἔχων, ὑψηλόνους, ἀνὴρ Πλάτ. Πολ. 550Α· ὑπερήφανος, ἀγέρωχος, θυμὸς Εὐρ. Ἰφ. ἐν Αὐλ. 919.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
1 qui a des sentiments élevés ou de grandes pensées;
2 en mauv. part qui a une haute opinion de soi, hautain, orgueilleux.
Étymologie: ὑψηλός, φρήν.

Greek Monolingual

-ον / ὑψηλόφρων, -ον, ΝΜΑ, και τ. αρσ. υψηλόφρονας Ν, και ὑψηλόφρονος, -ον, Α
αυτός που έχει υψηλά φρονήματα
μσν.-αρχ.
υπερήφανος, αλαζόναςὑψηλόφρων μοι θυμὸς αἴρεται πρόσω», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑψηλός + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. μεγαλό-φρων].

Greek Monotonic

ὑψηλόφρων: -ονος, ὁ, ἡ (φρήν), υψηλόφρων, αλαζονικός, υπεροπτικός, υπερήφανος, αγέρωχος, σε Ευρ., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ὑψηλόφρων: 2, gen. ονος
1) горделивый, гордый (θυμός Eur.);
2) возвышенного образа мыслей (ἀνήρ Plat.).