χιονώδης: Difference between revisions
Μετὰ δικαίου ἀεὶ διατριβὰς ποιοῦ (Μετὰ δικαίων † τὰς διατριβὰς ποιοῦ) → Cum iustis semper versare in eodem loco → Mit den Gerechten pflege Umgang immerfort
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''χῐονώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), αυτός που μοιάζει με [[χιόνι]], [[χιονώδης]], σε Ευρ. | |lsmtext='''χῐονώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), αυτός που μοιάζει με [[χιόνι]], [[χιονώδης]], σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χιονώδης:''' <b class="num">1)</b> покрытый снегом, снежный ([[Θρῄκη]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> белоснежный (θέρμων [[βόλβα]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:00, 1 January 2019
English (LSJ)
ες,
A snowy, Hp.Epid.3.2, E.Hec.81 (anap.), A.R.1.826, Nic.Al.150, Call.Fr.1.53P.; βόλβα AP11.410 (Luc.); αἶγες Orac. ap.D.S.7.16.
German (Pape)
[Seite 1357] ες, zsgzgn statt χιονοειδής; Θρῄκη Eur. Hec. 81; sp. D., wie Nonn. D. 10, 10.
Greek (Liddell-Scott)
χιονώδης: -ες, συνῃρ. ἀντὶ χιονοειδής, πλήρης χιόνων, ἢ ὅμοιος χιόνι, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ γ΄ 1082· χιονώδης Θρῂκη Εὐρ. Ἑκ. 81.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
neigeux, couvert de neige.
Étymologie: χιών, -ωδης.
Greek Monolingual
-ες / χιονώδης, -ῶδες, ΝΜΑ χιών, χιόνος]
1. γεμάτος χιόνια (α. «χιονώδης καιρός» β. «χειμὼν χιονώδης», Γεωπ.
γ. «χιωνῶδες χωρίον», Πολυδ.)
2. όμοιος με χιόνι, χιονόλευκος, χιονάτος.
Greek Monotonic
χῐονώδης: -ες (εἶδος), αυτός που μοιάζει με χιόνι, χιονώδης, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
χιονώδης: 1) покрытый снегом, снежный (Θρῄκη Eur.);
2) белоснежный (θέρμων βόλβα Anth.).