χρυσωτής: Difference between revisions

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source
(47c)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και θηλ. [[χρυσώτρια]], Ν [[χρυσῶ</i> /-<i>ώνω]]<br />[[τεχνίτης]] [[ειδικός]] στο [[χρύσωμα]], στην [[επιχρύσωση]] (α. «[[χρυσωτής]] βιβλιοδετείου» β. «χρυσωτῇ [[μισθός]]», <b>επιγρ.</b>).
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και θηλ. [[χρυσώτρια]], Ν [[χρυσῶ</i> /-<i>ώνω]]<br />[[τεχνίτης]] [[ειδικός]] στο [[χρύσωμα]], στην [[επιχρύσωση]] (α. «[[χρυσωτής]] βιβλιοδετείου» β. «χρυσωτῇ [[μισθός]]», <b>επιγρ.</b>).
}}
{{elru
|elrutext='''χρῡσωτής:''' οῦ ὁ золотильщик (ἀγαλμάτων Plut.).
}}
}}

Revision as of 06:12, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρυσωτής Medium diacritics: χρυσωτής Low diacritics: χρυσωτής Capitals: ΧΡΥΣΩΤΗΣ
Transliteration A: chrysōtḗs Transliteration B: chrysōtēs Transliteration C: chrysotis Beta Code: xruswth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A gilder, IG22.1635.37, Plu.2.348e.

German (Pape)

[Seite 1383] ὁ, der Vergolder, Plut. glor. Ath. 6.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσωτής: -οῦ, ὁ, ὡς καὶ νῦν, ὁ χρυσώνων, ἐπικαλύπτων τι διὰ χρυσοῦ, Πλούτ. 2. 348Ε, Συλλ. Ἐπιγρ. 158a.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
doreur.
Étymologie: χρυσόω.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, και θηλ. χρυσώτρια, Ν [[χρυσῶ /-ώνω]]
τεχνίτης ειδικός στο χρύσωμα, στην επιχρύσωση (α. «χρυσωτής βιβλιοδετείου» β. «χρυσωτῇ μισθός», επιγρ.).

Russian (Dvoretsky)

χρῡσωτής: οῦ ὁ золотильщик (ἀγαλμάτων Plut.).