διακωδωνίζω: Difference between revisions
Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
(1b) |
(nl) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''διακωδωνίζω:''' досл. проверять постукиванием, перен. проверять, испытывать (τινά Dem. и τι Plut.). | |elrutext='''διακωδωνίζω:''' досл. проверять постукиванием, перен. проверять, испытывать (τινά Dem. и τι Plut.). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=δια-κωδωνίζω testen, op de proef stellen:. ἡμᾶς διεκωδώνιζεν ἅπαντας hij stelde ons allemaal op de proef Dem. 19.167. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:36, 1 January 2019
English (LSJ)
strengthd. for κωδωνίζω, Lys.Fr.313S. (Pass.), D. 19.167, Porph.Abst.4.17 (Pass.), Harp. II bruit abroad, Str. 2.3.4. III dismiss by the sound of a bell, Philostr.VS2.27.5.
German (Pape)
[Seite 585] 1) ausforschen, prüfen, τινά, Dem. 19, 167 (VLL. διαπειρᾶν καὶ ἐξετάζειν) u. Sp. – 2) = διαφημίζω, verbreiten, Strab. II p. 99.
Greek (Liddell-Scott)
διακωδωνίζω: ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ ἁπλοῦ κωδωνίζω, Λυσ. ἐν τῷ Ε. Μ. 267. 30, Δημ. 393. 17. ΙΙ. κοινολογῶ, διαφημίζω, Στράβ. 99.
French (Bailly abrégé)
éprouver (un vase) par le son ; éprouver.
Étymologie: διά, κώδων.
Spanish (DGE)
1 hacer mucho ruido βαυκαλῶν καὶ διακωδωνίζων Luc.Lex.11.
2 tr., c. ac. de pers. o asimilados poner a prueba ἐκεῖνος ἡμᾶς διεκωδώνιζεν ἅπαντας D.19.167, ἕκαστον τῶν ποιμένων Iambl.Fr.91, διάνοιαν τὴν Κλαυδίου I.AI 19.262, (αὐλῳδός) διασείσας καὶ διακωδωνίσας τὸ συμπόσιον Plu.2.704d, διακωδωνίσας αὐτὸν ἐν ἀρχῇ Chrys.M.58.733, cf. Hsch.
•en la escuela examinar τὰ μειράκια Philostr.VS 619.
3 dar a conocer, divulgar πανταχοῦ διακωδωνίζοντα ταῦτα Str.2.3.4, cf. CCP (536) Act.5 (p.91.33), en v. pas. πανταχῆ τὸ κακὸν διακεκωδώνιστο Lib.Decl.40.53, διακωδωνισθέντες· διαφημισθέντες Hsch., EM 267.27G.
Greek Monolingual
(Α διακωδωνίζω)
διασαλπίζω, διαλαλώ
αρχ.
1. δοκιμάζω με κουδούνισμα
2. αναγγέλλω τη λήξη με κουδούνισμα.
Greek Monotonic
διακωδωνίζω: μέλ. -σω, επιτετ. τύπος αντί κωδωνίζω, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
διακωδωνίζω: досл. проверять постукиванием, перен. проверять, испытывать (τινά Dem. и τι Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-κωδωνίζω testen, op de proef stellen:. ἡμᾶς διεκωδώνιζεν ἅπαντας hij stelde ons allemaal op de proef Dem. 19.167.