κακόνους: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
(18)
(nl)
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=-oυν (AM [[κακόνους]], -ουν και -οος, -οον, Α αττ. πληθ. κακόνοι)<br />αυτός που διάκειται εχθρικά [[προς]] κάποιον, [[εχθρικός]], [[δυσμενής]] («ὡς κακόνοι τινές εἰσιν ἐν ἡμῑν», <b>Αριστοφ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κακονόως</i> και <i>κακόνως</i> (Α)<br />με [[δυσμένεια]], εχθρικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[νους]] (<span style="color: red;"><</span> [[νοῦς]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[υγρό]]-[[νους]], <i>φαιδρό</i>-[[νους]]].
|mltxt=-oυν (AM [[κακόνους]], -ουν και -οος, -οον, Α αττ. πληθ. κακόνοι)<br />αυτός που διάκειται εχθρικά [[προς]] κάποιον, [[εχθρικός]], [[δυσμενής]] («ὡς κακόνοι τινές εἰσιν ἐν ἡμῑν», <b>Αριστοφ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κακονόως</i> και <i>κακόνως</i> (Α)<br />με [[δυσμένεια]], εχθρικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[νους]] (<span style="color: red;"><</span> [[νοῦς]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[υγρό]]-[[νους]], <i>φαιδρό</i>-[[νους]]].
}}
{{elnl
|elnltext=κακόνους -ουν, zonder contr. κακόνοος -οον [κακός, νοῦς] Att. plur. κακόνοι, kwaadwillig, vijandig; met dat. of met εἰς + acc. jegens:. κακόνοι... εἰς τὰ ὑμέτερα πράγματα vijandig tegenover uw regering Lys. 20.20; τῷ δήμῳ κακόνους ἔσομαι ik zal een vijand van het volk zijn Aristot. Pol. 1310a9.
}}
}}

Revision as of 06:48, 1 January 2019

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
att. c. κακόνοος.

Greek Monolingual

-oυν (AM κακόνους, -ουν και -οος, -οον, Α αττ. πληθ. κακόνοι)
αυτός που διάκειται εχθρικά προς κάποιον, εχθρικός, δυσμενής («ὡς κακόνοι τινές εἰσιν ἐν ἡμῑν», Αριστοφ.).
επίρρ...
κακονόως και κακόνως (Α)
με δυσμένεια, εχθρικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -νους (< νοῦς), πρβλ. υγρό-νους, φαιδρό-νους].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακόνους -ουν, zonder contr. κακόνοος -οον [κακός, νοῦς] Att. plur. κακόνοι, kwaadwillig, vijandig; met dat. of met εἰς + acc. jegens:. κακόνοι... εἰς τὰ ὑμέτερα πράγματα vijandig tegenover uw regering Lys. 20.20; τῷ δήμῳ κακόνους ἔσομαι ik zal een vijand van het volk zijn Aristot. Pol. 1310a9.