καλυπτός: Difference between revisions
ἡ κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ → you can tell a fox by its tail, small traits give the clue to the character of a person
(2b) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κᾰλυπτός:''' <b class="num">1)</b> закрытый, окутанный (φάρει Arph.);<br /><b class="num">2)</b> закрывающий, покрывающий: καλυπτὴ [[πιμελή]] Soph. обволакивающий (члены жертвенного животного) жир. | |elrutext='''κᾰλυπτός:''' <b class="num">1)</b> закрытый, окутанный (φάρει Arph.);<br /><b class="num">2)</b> закрывающий, покрывающий: καλυπτὴ [[πιμελή]] Soph. обволакивающий (члены жертвенного животного) жир. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=καλυπτός -ή -όν [καλύπτω] omhuld. omhullend:. καλυπτῆς... πιμελῆς het vet dat (de schenkelstukken) omhulde Soph. Ant. 1011. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:48, 1 January 2019
English (LSJ)
ή, όν,
A covered, S.Fr.534.4 (anap.), Ar.Th.890, Arist. Fr.308; τεύτλῳ περὶ σῶμα κ. Eub.35. II (from καλύπτω 11) put round so as to cover, καλυπτῆς ἐξέκειντο πιμελῆς from the enfolding fat, S.Ant.1011.
German (Pape)
[Seite 1315] adj. verb. zu καλύπτω, verhüllt, verdeckt, φάρει καλ. Ar. Th. 890; μηροὶ καλυπτῆς ἐξέκειντο πιμελῆς, fielen aus der Umhüllung des Fettes, aus dem umgewickelten Fette, Soph. Ant. 908.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰλυπτός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., κεκαλυμμένος, Σοφ. Ἀποσπ. 479, Ἀριστοφ. Θεσμ. 890. ΙΙ. (Ἐκ τοῦ καλύπτω ΙΙ) περιτεθειμένος οὕτως ὥστε νὰ καλύπτῃ, Λατ. circumdatus, καλυπτῆς ἐξέκειντο πιμελῆς, ἐκ τοῦ περικαλύπτοντος πάχους, Σοφ. Ἀντ. 1011.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 couvert de, τινι;
2 qui recouvre.
Étymologie: adj. verb. de καλύπτω.
Greek Monolingual
-ή, -ὁ (Α καλυπτός, -ή, -όν) καλύπτω
καλυμμένος, σκεπασμένος («φάρει καλυπτός», Αριστοφ.)
νεοελλ.
αυτός που μπορεί να καλυφθεί
αρχ.
αυτός που τοποθετείται ή που περιτυλίγεται με τρόπο ώστε να καλύπτει.
Greek Monotonic
κᾰλυπτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του καλύπτω II, αυτός που έχει τεθεί γύρω γύρω έτσι ώστε να καλύπτει, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
κᾰλυπτός: 1) закрытый, окутанный (φάρει Arph.);
2) закрывающий, покрывающий: καλυπτὴ πιμελή Soph. обволакивающий (члены жертвенного животного) жир.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καλυπτός -ή -όν [καλύπτω] omhuld. omhullend:. καλυπτῆς... πιμελῆς het vet dat (de schenkelstukken) omhulde Soph. Ant. 1011.