κάρτιστος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Plato, Apology 21d
(2b)
(nl)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''κάρτιστος:''' эп. = [[κράτιστος]].
|elrutext='''κάρτιστος:''' эп. = [[κράτιστος]].
}}
{{elnl
|elnltext=κάρτιστος -η -ον ep. voor κράτιστος.
}}
}}

Revision as of 06:48, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάρτιστος Medium diacritics: κάρτιστος Low diacritics: κάρτιστος Capitals: ΚΑΡΤΙΣΤΟΣ
Transliteration A: kártistos Transliteration B: kartistos Transliteration C: kartistos Beta Code: ka/rtistos

English (LSJ)

η, ον, Ep. for κράτιστος. καρτομιστής, ὁ,

   A = κερτ-, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1331] ep. = κράτιστος, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

κάρτιστος: -η, -ον, Ἐπικ. ἀντὶ κράτιστος.

French (Bailly abrégé)

v. κράτιστος.

English (Autenrieth)

strongest, mightiest; neut., φυγέειν κάρτιστον ἀπ' αὐτῆς (sc. ἐστί), best, i. e. ‘the better part of valor,’ Od. 12.120.

Greek Monolingual

κάρτιστος, -ίστη, -ον (Α)
κράτιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υπερθετικός βαθμός του τ. κάρτων].

Greek Monotonic

κάρτιστος: Επικ. αντί κράτιστος.

Russian (Dvoretsky)

κάρτιστος: эп. = κράτιστος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κάρτιστος -η -ον ep. voor κράτιστος.