κεγχροειδής: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit

Source
(20)
(nl)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[κεγχροειδής]], -ές)<br />αυτός που μοιάζει με κόκκους κεχριού<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> <b>ιατρ.</b> «[[κεγχροειδής]] [[φυματίωση]]» — [[οξεία]] γενικευμένη [[μορφή]] φυματίωσης που οφείλεται σε [[διασπορά]] του βακίλλου της νόσου με την [[κυκλοφορία]] του αίματος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «κεγχροειδῆ τραχύσματα» — έκτυπη [[εργασία]] σε αργυρά ποτήρια. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κεγχροειδῶς</i> (Μ)<br />με κεγχροειδή τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέγχρος]], <i>ο</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>].
|mltxt=-ές (Α [[κεγχροειδής]], -ές)<br />αυτός που μοιάζει με κόκκους κεχριού<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> <b>ιατρ.</b> «[[κεγχροειδής]] [[φυματίωση]]» — [[οξεία]] γενικευμένη [[μορφή]] φυματίωσης που οφείλεται σε [[διασπορά]] του βακίλλου της νόσου με την [[κυκλοφορία]] του αίματος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «κεγχροειδῆ τραχύσματα» — έκτυπη [[εργασία]] σε αργυρά ποτήρια. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κεγχροειδῶς</i> (Μ)<br />με κεγχροειδή τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέγχρος]], <i>ο</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>].
}}
{{elnl
|elnltext=κεγχροειδής -ές [κέγχρος, εἶδος] als gierst.
}}
}}

Revision as of 07:04, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεγχροειδής Medium diacritics: κεγχροειδής Low diacritics: κεγχροειδής Capitals: ΚΕΓΧΡΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: kenchroeidḗs Transliteration B: kenchroeidēs Transliteration C: kegchroeidis Beta Code: kegxroeidh/s

English (LSJ)

ές,

   A like grains of millet, ἱδρῶτες interpol.in Hp.Prog.6; κ. τραχύσματα granulated work on silver cups, Ath.11.475b. Adv. -δῶς Steph.in Hp.1.114 D.

German (Pape)

[Seite 1410] ές, hirseähnlich; Hippocr.; Ath. XI, 475 b.

Greek (Liddell-Scott)

κεγχροειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς κόκκους κέγχρου, ἐπὶ σταγόνων ἱδρῶτος, Ἱππ. Προγν. 38· κ. τραχύσματα, ἐργασία ἔκτυπος ἐπὶ ἀργυρῶν ποτηρίων, τὸ καρχήσιον οὕτω λέγεται διὰ τὸ τραχύσματα ἔχειν κεγχροειδῆ Ἀθήν. 475Β.

Greek Monolingual

-ές (Α κεγχροειδής, -ές)
αυτός που μοιάζει με κόκκους κεχριού
νεοελλ.
φρ. ιατρ. «κεγχροειδής φυματίωση» — οξεία γενικευμένη μορφή φυματίωσης που οφείλεται σε διασπορά του βακίλλου της νόσου με την κυκλοφορία του αίματος
αρχ.
φρ. «κεγχροειδῆ τραχύσματα» — έκτυπη εργασία σε αργυρά ποτήρια.
επίρρ...
κεγχροειδῶς (Μ)
με κεγχροειδή τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέγχρος, ο + -ειδής].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κεγχροειδής -ές [κέγχρος, εἶδος] als gierst.