κάχληξ: Difference between revisions
ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
(2b) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κάχληξ:''' ηκος ὁ крупный песок, гравий (διαμᾶσθαι τὸν κάχληκα ἐπὶ τῇ θαλάσσῃ Thuc.). | |elrutext='''κάχληξ:''' ηκος ὁ крупный песок, гравий (διαμᾶσθαι τὸν κάχληκα ἐπὶ τῇ θαλάσσῃ Thuc.). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κάχληξ -ηκος, ὁ [~ κλάζω en χάλιξ] kiezelsteen; collect. grint. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:08, 1 January 2019
English (LSJ)
ηκος, ὁ,
A pebble in the beds of rivers, etc., Str.4.1.7 (pl.), Gal.12.292, Sch.Theoc.6.12 (pl.); = caementum, Gloss.: collectively, gravel, shingle, Th.4.26, J.AJ5.1.3: also κόχλαξ, = glarea, Gloss. (Onomatopoeic word, cf. καχλάζω.)
German (Pape)
[Seite 1409] ηκος, ὁ, Steinchen, Kiesel, wie sie auf dem Grunde der Flußbetten gefunden werden, auch Uferkies, Ufersand, das Ufer selbst; διαμώμενοι τὸν κάχληκα ἐπὶ τῇ θαλάσσῃ, ἔπινον οἷον εἰκὸς ὕδωρ Thuc. 4, 26; ποτάμιοι Strab. IV, 182; Sp.; κάχλακες steht Schol. Theocr. 6, 12.
Greek (Liddell-Scott)
κάχληξ: ηκος, ὁ, πετράδιον ἐν τῇ κοίτῃ τοῦ ποταμοῦ ἢ ἐντὸς τῆς θαλάσσης, «χαλίκι», Σουΐδ. «λίθακες ἐν τοῖς ὕδασιν», Στράβ. 182·- περιληπτικῶς, «χαλίκια», Θουκ. 4. 26. (Πιθανῶς συγγενὲς τῷ χάλιξ, calx, calculus).
French (Bailly abrégé)
ηκος (ὁ) :
sable mêlé de cailloux du bord de l’eau.
Étymologie: LSJ : onomatopée.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
κάχληξ: -ηκος, ὁ, πετραδάκι στον πυθμένα, στην κοίτη των ποταμών· περιληπτικά, χαλίκι, σε Θουκ. (πιθαν. συγγενές προς το χάλιξ, Λατ. calx, calculus).
Russian (Dvoretsky)
κάχληξ: ηκος ὁ крупный песок, гравий (διαμᾶσθαι τὸν κάχληκα ἐπὶ τῇ θαλάσσῃ Thuc.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κάχληξ -ηκος, ὁ [~ κλάζω en χάλιξ] kiezelsteen; collect. grint.