κελευθοποιός: Difference between revisions
μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.
(2b) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κελευθοποιός:''' прокладывающий дорогу (παῖδες Ἡφαίστου Aesch.). | |elrutext='''κελευθοποιός:''' прокладывающий дорогу (παῖδες Ἡφαίστου Aesch.). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κελευθοποιός -όν [κέλευθος, ποιέω] een weg makend. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:16, 1 January 2019
English (LSJ)
όν,
A road-making, A.Eu.13.
German (Pape)
[Seite 1414] poet. = ὁδοποιός, Aesch. Eum. 13.
Greek (Liddell-Scott)
κελευθοποιός: -όν, κατασκευάζων ὁδόν, ὡς τὸ ὁδοποιός, Αἰσχύλ. Εὐμ. 13.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui prépare la voie.
Étymologie: κέλευθος, ποιέω.
Greek Monolingual
κελευθοποιός, -όν (Α)
αυτός που κατασκευάζει δρόμους, ο οδοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέλευθος + -ποιός (< ποιῶ), πρβλ. αρτο-ποιός, κλειθρο-ποιός.
Greek Monotonic
κελευθοποιός: -όν (ποιέω), αυτός που κατασκευάζει οδούς, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
κελευθοποιός: прокладывающий дорогу (παῖδες Ἡφαίστου Aesch.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κελευθοποιός -όν [κέλευθος, ποιέω] een weg makend.