κοινογονία: Difference between revisions

From LSJ

Ἱκανῶς βιώσεις γηροβοσκῶν τοὺς γονεῖς → Senes parentes qui fovet, vivet diu → Hinlänglich lebst du, wenn du greise Eltern pflegst

Menander, Monostichoi, 270
(3)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{elru
{{elru
|elrutext='''κοινογονία:''' ἡ смешивание разных пород, скрещивание Plat.
|elrutext='''κοινογονία:''' ἡ смешивание разных пород, скрещивание Plat.
}}
{{elnl
|elnltext=κοινογονία -ας, ἡ [κοινογενής] kruising van soorten.
}}
}}

Revision as of 07:16, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοινογονία Medium diacritics: κοινογονία Low diacritics: κοινογονία Capitals: ΚΟΙΝΟΓΟΝΙΑ
Transliteration A: koinogonía Transliteration B: koinogonia Transliteration C: koinogonia Beta Code: koinogoni/a

English (LSJ)

ἡ,

   A mixing of breeds, opp. ἰδιογονία, ib.d.

German (Pape)

[Seite 1468] ἡ, gemeinschaftliche Zeugung verschiedener Gattungen, wie des Pferdes u. Esels, Plat. Polit. 265 d, Ggstz ἰδιογονία.

Greek (Liddell-Scott)

κοινογονία: ἡ, ἡ διὰ τῆς μίξεως κοινὴ γονιμοποίησις δύο διαφόρων γενῶν, οἷον τοῦ ἵππου καὶ τοῦ ὄνου, ἀντίθετ. τῷ ἰδιογονία, Πλάτ. Πολιτ. 265D.

Greek Monolingual

κοινογονία, ἡ (Α)
η γονιμοποίηση με μίξη δύο διαφορετικών ειδών, όπως του αλόγου και του γαϊδάρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + -γονία (< -γονος < γόνος), πρβλ. αγαθο-γονία, αρχαιο-γονία].

Russian (Dvoretsky)

κοινογονία: ἡ смешивание разных пород, скрещивание Plat.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοινογονία -ας, ἡ [κοινογενής] kruising van soorten.