κρήμνημι: Difference between revisions
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
(3) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κρήμνημι:''' (только praes. и impf.) свешивать вниз, опускать (ἄγκυραν Pind.). - см. тж. [[κρήμναμαι]] 1. | |elrutext='''κρήμνημι:''' (только praes. и impf.) свешивать вниз, опускать (ἄγκυραν Pind.). - см. тж. [[κρήμναμαι]] 1. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κρήμνημι en κρημνάω zie κρίμνημι. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:24, 1 January 2019
English (LSJ)
A = κρεμάννυμι, hang, ἄγκυραν ποτὶ . . ναῒ κρημνάντων Pi.P.4.25, cf.Arist.Mir. 831a8 (v.l.); κρήμνη (imper.) σεαυτὴν ἐκ . . ἀντηρίδος E.Fr.1111 ( = Eup.455); crucify, τούσδε ἐκρήμνη (impf.) App.Mith.97:—Pass., κρήμναμαι hang, be suspended, E.El.1217 (lyr., κριμν-), App.BC1.71; float in air, ὕπερθ' ὀμμάτων κρημναμενᾶν νεφελᾶν A.Th.229 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1507] hinabstürzen, -werfen (κρημνός). hängen, schweben lassen (κρεμάννυμι); ἄγκυραν κρημνάντων Pind. P. 4, 25; κρήμνη, imperat., Eur. fr. inc. 150; ἐκρήμνη τινάς, er ließ sie aufhängen, App. Mithr. 97. – Med. κρήμναμαι, herabhangen, schweben; ὕπερθ' ὀμμάτων κρημναμενᾶν νεφελᾶν Aesch. Spt. 211; ἐκρήμνατο Eur. El. 1217; Sp., wie Ath. XIII, 585 e; App. B. C. 1, 66.
Greek (Liddell-Scott)
κρήμνημι: κρεμάννυμι, «κρεμῶ», ἀγκύραν ποτέ... ναῒ κρημνάντων Πινδ. Π. 4. 42· κρήμνη (προστακτ.) σεαυτὴν ἐξ... ἀντηρίδος Εὐρ. ἐν Ἀδήλ. 150· τούσδε ἐκρήμνη (παρατατ.) Ἀππ. Μιθριδ. 97· ― Παθ., κρήμναμαι, εἶμαι «κρεμασμένος», κρέμαμαι, Εὐρ. Ἠλ. 1217· αἰωροῦμαι ἐν τῷ ἀέρι, ὕπερθ’ ὀμμμάτων κρημναμενᾶν νεφελᾶν Αἰσχύλ. Θήβ. 229. Πρβλ. ἐκ-, κατακρήμναμαι.
French (Bailly abrégé)
suspendre.
Étymologie: cf. κρεμάννυμι.
Greek Monolingual
κρήμνημι (Α)
βλ. κρίμνημι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. κρεμώ].
Russian (Dvoretsky)
κρήμνημι: (только praes. и impf.) свешивать вниз, опускать (ἄγκυραν Pind.). - см. тж. κρήμναμαι 1.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κρήμνημι en κρημνάω zie κρίμνημι.