κωβιός: Difference between revisions
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
(3) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κωβιός:''' или [[κωβίος]] ὁ пескарь Plat., Arst., Plut. | |elrutext='''κωβιός:''' или [[κωβίος]] ὁ пескарь Plat., Arst., Plut. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κωβιός -οῦ, ὁ soort vis, wsch. grondel. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:24, 1 January 2019
English (LSJ)
ὁ, a fish of the
A gudgeon kind, Semon.15, Epich.66, Hp. Int.21, Pl.Euthd.298d, Antiph.26.19, Men.Kol.Fr.7. II = τιθύμαλλος χαρακίας, Dsc.4.164; = τ. δενδροειδής, Plin.HN26.71.
German (Pape)
[Seite 1540] ὁ (od. nach Arcad. p. 42, 3 κωβίος), ein Fisch; Hippocr.; Plat. Euthyd. 298 d; Arist. H. A. 6, 13. 8, 19; Comic. bei Ath. VII, 309 u. sonst.
Greek (Liddell-Scott)
κωβιός: ὁ, Λατ. gobius ἢ gobio, ὡς καὶ νῦν ὁ ἰχθὺς «γωβιὸς» ἢ «σγουβιός», Ἐπίχ. 41 Ahr., Σιμων. παρ’ Ἀθην. 106Ε, Ἱππ. 543. 40, Πλάτ. Εὐθύδ. 298D, κτλ.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
goujon, poisson.
Étymologie: DELG emprunt prob. à une langue médit.
Greek Monolingual
ο (AM κωβιός)
κοινή σήμερα ονομασία περκόμορφων ψαριών που, σύμφωνα με τη σύγχρονη ταξινόμηση, ανήκουν στην οικογένεια γωβιίδες, αλλ. γωβιός
αρχ.
δύο είδη φυτών, το τιθύμαλλος χαρακίας και το τιθύμαλλος δενδροειδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. μεσογειακής προελεύσεως. Τη λ. δανείστηκε η λατ. με τις μορφές cobius και gobius, cobio και gobio].
Greek Monotonic
κωβιός: ὁ, ψάρι, «κοκοβιός», σε Πλάτ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
κωβιός: или κωβίος ὁ пескарь Plat., Arst., Plut.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κωβιός -οῦ, ὁ soort vis, wsch. grondel.