παρακινδύνευσις: Difference between revisions
From LSJ
Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decet → Ertragen muss der Edle Unglück unbeugsam
(3b) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''παρακινδύνευσις:''' εως (δῡ) ἡ отважный шаг, опасное предприятие Thuc. | |elrutext='''παρακινδύνευσις:''' εως (δῡ) ἡ отважный шаг, опасное предприятие Thuc. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=παρακινδύνευσις -εως, ἡ [παρακινδυνεύω] risico. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:36, 1 January 2019
English (LSJ)
εως, ἡ,
A desperate venture, τὴν π. ποιεῖσθαι Th.5.100.
German (Pape)
[Seite 482] ἡ, das Wagen, waghaftes Un ternehmen; παρακινδύνευσιν ποιῶ, c. inf., Thuc. 5, 100; Sp., wie D. Hal. 1, 57.
Greek (Liddell-Scott)
παρακινδύνευσις: ἡ, ἐπικίνδυνον τόλμημα, Θουκ. 5. 100.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
audace excessive, témérité.
Étymologie: παρακινδυνεύω.
Greek Monotonic
παρακινδύνευσις: ἡ, επικίνδυνο τόλμημα, ριψοκίνδυνο εγχείρημα, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
παρακινδύνευσις: εως (δῡ) ἡ отважный шаг, опасное предприятие Thuc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρακινδύνευσις -εως, ἡ [παρακινδυνεύω] risico.