κορωνόν: Difference between revisions

From LSJ

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source
(21)
(nl)
Line 12: Line 12:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κορωνόν]] και κόρωνον, τὸ (Α) [[κορώνη]]<br /><b>1.</b> [[απόφυση]] ή [[κόνδυλος]]<br /><b>2.</b> [[αγκώνας]] («[[βραχίονας]], κορωνά, καρποὺς ἔσθει», <b>Λουκιαν.</b>).
|mltxt=[[κορωνόν]] και κόρωνον, τὸ (Α) [[κορώνη]]<br /><b>1.</b> [[απόφυση]] ή [[κόνδυλος]]<br /><b>2.</b> [[αγκώνας]] («[[βραχίονας]], κορωνά, καρποὺς ἔσθει», <b>Λουκιαν.</b>).
}}
{{elnl
|elnltext=κορωνόν -οῦ, τό [κορώνη] plur. ook κόρωνα, elleboog.
}}
}}

Revision as of 07:40, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορωνόν Medium diacritics: κορωνόν Low diacritics: κορωνόν Capitals: ΚΟΡΩΝΟΝ
Transliteration A: korōnón Transliteration B: korōnon Transliteration C: koronon Beta Code: korwno/n

English (LSJ)

τό,

   A = κορώνη 11.5; τοῦ πήχεως Gal.UP2.15, al.; τὰ τῆς κεφαλῆς κ. condyles, Id.2.460.    2 κόρωνα, τά, elbows, Herod.Med. ap.Orib.10.18.7, Orib.Fr.97; κορωνά Luc.Trag.122.

Greek Monolingual

κορωνόν και κόρωνον, τὸ (Α) κορώνη
1. απόφυση ή κόνδυλος
2. αγκώναςβραχίονας, κορωνά, καρποὺς ἔσθει», Λουκιαν.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κορωνόν -οῦ, τό [κορώνη] plur. ook κόρωνα, elleboog.