περιυβρίζω: Difference between revisions
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
(3b) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''περιυβρίζω:''' крайне дурно обращаться, сильно обижать (τινά Her., Arph., Plut.): [[κῶς]] [[ταῦτα]] Δαρείῳ ἐκχρήσει περιυβρισθαι; Her. может ли Дарий стерпеть подобное оскорбление? | |elrutext='''περιυβρίζω:''' крайне дурно обращаться, сильно обижать (τινά Her., Arph., Plut.): [[κῶς]] [[ταῦτα]] Δαρείῳ ἐκχρήσει περιυβρισθαι; Her. может ли Дарий стерпеть подобное оскорбление? | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=περι-υβρίζω beledigen, kwetsen:. ἡμέας μὲν καὶ τὸν βασιλέα ἡμέων περιυβρίσας ἐξέβαλε het (het Atheense volk) heeft ons en onze koning vreselijk beledigd en\n de stad uitgegooid Hdt. 5.91.2. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:56, 1 January 2019
English (LSJ)
A insult wantonly, τινα Hdt.5.91, J.AJ7.6.1, Jul.Or.5.159a, etc.; τοιαῦτα π. αὐτοὺς ἐν μέρει Ar.V.1319, cf. Th.535 ; τὰ θεῖα π. Plu.Cam.18 :—Pass., to be so treated, πρός or ὑπό τινος, Hdt.2.152, 4.159 ; ὧδε or ταῦτα π., Id.1.114, 3.137 ; οἷα π. Ar.Eq.727; ψυχὴ ὑπὸ λαιμαργίας π. Ph.1.488.
German (Pape)
[Seite 598] das verstärkte ὑβρίζω, sehr mißhandeln, sehr verhöhnen; τοιαῦτα περιύβριζεν αὐτοὺς ἐν μέρει, Ar. Vesp. 1319, wo die Erkl. σκώπτων ἀγροίκως folgt; vgl. Thesm. 535; oft Her. im pass., 1, 114. 2, 152 u. sonst, ταῦτα περιυβρίσθαι 3, 137; ἃ περιύβρισμαι πρὸς τούτου, Luc. bis accus. 33; δούλους, Plut. de educ. lib. 10.
Greek (Liddell-Scott)
περιυβρίζω: κακῶς μεταχειρίζομαι, προσβάλλω ἀπρεπῶς, τινὰ Ἡρόδ. 5. 91, Πλούτ., κλ.· τοιαῦτα π. αὐτοὺς ἐν μέρει Ἀριστοφ. Σφ. 1319. πρβλ. Θεσμ. 535. ― Παθ., περιυβρίζομαι, πρὸς ἢ ὑπό τινος Ἡρόδ. 2. 152., 4. 159· ὧδε ἢ ταῦτα π. ὁ αὐτ. 1. 114., 3. 137· οἷα π. Ἀριστοφ. Ἱππ. 727.
French (Bailly abrégé)
traiter indignement, outrager grossièrement.
Étymologie: περί, ὑβρίζω.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
βρίζω, συμπεριφέρομαι με απρεπή και προσβλητικό τρόπο σε κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ὑβρίζω «προσβάλλω»].
Greek Monotonic
περιυβρίζω: μέλ. -ίσω, μεταχειρίζομαι πολύ άσχημα, προσβάλλω αναίτια, σε Ηρόδ., Αριστοφ. — Παθ., γίνομαι αντικείμενο προσβολής, υφίσταμαι άσχημη συμπεριφορά, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
περιυβρίζω: крайне дурно обращаться, сильно обижать (τινά Her., Arph., Plut.): κῶς ταῦτα Δαρείῳ ἐκχρήσει περιυβρισθαι; Her. может ли Дарий стерпеть подобное оскорбление?
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-υβρίζω beledigen, kwetsen:. ἡμέας μὲν καὶ τὸν βασιλέα ἡμέων περιυβρίσας ἐξέβαλε het (het Atheense volk) heeft ons en onze koning vreselijk beledigd en\n de stad uitgegooid Hdt. 5.91.2.