περιχάρεια: Difference between revisions

From LSJ

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441
(3b)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{elru
{{elru
|elrutext='''περιχάρεια:''' (χᾰ) ἡ чрезвычайная радость, ликование, восторг (ἡδονὴ καὶ π. Plat.).
|elrutext='''περιχάρεια:''' (χᾰ) ἡ чрезвычайная радость, ликование, восторг (ἡδονὴ καὶ π. Plat.).
}}
{{elnl
|elnltext=περιχάρεια -ας, ἡ [περιχαρής] grote vreugde.
}}
}}

Revision as of 07:56, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιχάρεια Medium diacritics: περιχάρεια Low diacritics: περιχάρεια Capitals: ΠΕΡΙΧΑΡΕΙΑ
Transliteration A: pericháreia Transliteration B: perichareia Transliteration C: perichareia Beta Code: perixa/reia

English (LSJ)

[ᾰ], ἡ,

   A excessive joy, Pl.Phlb.65d, Ph.1.460; opp. περιωδυνία, Pl.Lg.732c: in pl., Plu.2.83d, Gal.10.841, Plot.1.4.12:—incorrectly writtenπεριχαρ-ία, D.C.44.8, Alciphr.3.38, Adam.2.38, etc.

German (Pape)

[Seite 600] ἡ, ausnehmende, übermäßige Freude; Plat. Phil. 65 d Legg. V, 732 c, im Ggstz von περιωδυνία; Sp., wie Plut.

Greek (Liddell-Scott)

περιχάρεια: [ᾰ], ἡ, ὑπερβολικὴ χαρά, ἀντίθετ. τῷ περιωδυνία, Πλάτ. Φίληβ. 65D, Νόμ. 732· ἐσφαλμένως δὲ φέρεται -ία, Ἀλκίφρων 3. 38, Δίων Κ. 44, 8, κτλ.

Greek Monolingual

και εσφ. γρφ. περιχαρία, ἡ, ΜΑ περιχαρής
μεγάλη χαρά, το να είναι κανείς γεμάτος χαρά.

Russian (Dvoretsky)

περιχάρεια: (χᾰ) ἡ чрезвычайная радость, ликование, восторг (ἡδονὴ καὶ π. Plat.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιχάρεια -ας, ἡ [περιχαρής] grote vreugde.