πλεθρίζω: Difference between revisions
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
(6) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πλεθρίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[τρέχω]] το [[διάστημα]] ενός πλέθρου, [[πλέθρον]]· μεταφ., [[καυχιέμαι]], σε Θεόκρ. | |lsmtext='''πλεθρίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[τρέχω]] το [[διάστημα]] ενός πλέθρου, [[πλέθρον]]· μεταφ., [[καυχιέμαι]], σε Θεόκρ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πλεθρίζω [πλέθρον] opscheppen. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:00, 1 January 2019
English (LSJ)
A run the πλέθρον: metaph., 'draw the long bow', Thphr.Char.23.2 (dub.l.).
German (Pape)
[Seite 628] ursprünglich im πλέθρον auf und ab laufen; übertr., sich im Reden ergehen, großprahlen, aufschneiden, Theophr. char. 23.
Greek (Liddell-Scott)
πλεθρίζω: τρέχω διάστημα πλέθρου· μεταφορ., μεγαλαυχῶ, Θεοφρ. Χαρακτ. 23.
French (Bailly abrégé)
1 donner la mesure d’un arpent ; courir le plèthre;
2 fig. discourir longuement.
Étymologie: πλέθρον.
Greek Monolingual
Α πλέθρον
1. διατρέχω απόσταση ενός πλέθρου
2. μτφ. καυχιέμαι, κομπάζω, μεγαλαυχώ.
Greek Monotonic
πλεθρίζω: μέλ. -σω, τρέχω το διάστημα ενός πλέθρου, πλέθρον· μεταφ., καυχιέμαι, σε Θεόκρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλεθρίζω [πλέθρον] opscheppen.